Skip to main content

Η μάχη μεταξύ οικονομικών και του Covid-19

Tου Μοχάμεντ Α. Ελ-Εριάν*

Με τον κορονοϊό να καταστρέφει τη μία οικονομία μετά την άλλη, το επάγγελμα του οικονομολόγου -και επομένως οι αναλυτικές βάσεις για την ορθή χάραξη πολιτικών και τη διαχείριση των κρίσεων- πρέπει να έχει τον ρόλο της αποτίμησης της κατάστασης. Ιδιαίτερα ανησυχητικά επί του παρόντος από τη μετάδοση του ιού είναι τα οικονομικά, ο φόβος και οι «διακόπτες». Όσο περισσότερο προχωρά η οικονομική σκέψη για να αντιμετωπίσει τη μεταβαλλόμενη πραγματικότητα, τόσο καλύτερη θα είναι η ανάλυση που θα τροφοδοτεί την πολιτική ανταπόκριση. Αυτή η ανταπόκριση είναι προορισμένη να καινοτομήσει, όσο και να είναι αναπόφευκτα δαπανηρή.

Οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες επιδιώκουν πρωτοφανή μέτρα για την άμβλυνση της παγκόσμιας οικονομικής επιβράδυνσης, έτσι ώστε η παγκόσμια ύφεση να μην ανοίξει τον δρόμο για μια κρίση (ήδη υψηλός κίνδυνος για κάτι τέτοιο). Καθώς θα εφαρμόζονται αυτά τα μέτρα, πιθανώς να παρατηρηθεί μία περαιτέρω διάβρωση της διάκρισης μεταξύ των καθιερωμένων οικονομικών στις ανεπτυγμένες και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Μία τέτοια αλλαγή είναι απολύτως απαραίτητη. Με τις ενδείξεις μαζικής μείωσης της κατανάλωσης και της παραγωγής στις χώρες, οι αναλυτές στις ανεπτυγμένες οικονομίες πρέπει να υπολογίζουν, πρωτίστως, σε ένα φαινόμενο που έως τώρα ήταν γνωστό μόνο στα αδύναμα κράτη και τις κοινότητες που καταστράφηκαν από φυσικές καταστροφές: την ξαφνική οικονομική παύση, μαζί με τον καταρράκτη καταστροφής που μπορεί να προκύψει από αυτή. Στη συνέχεια θα αντιμετωπίσουν κι άλλες προκλήσεις που είναι περισσότερο γνωστές στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Κατανάλωση και προμηθευτές

Ας αναλογισθούμε τη φύση της πανδημικής οικονομίας. Ανεξάρτητα από την επιθυμία τους να ξοδέψουν, οι καταναλωτές δεν είναι σε θέση να το κάνουν, επειδή τους έχουν παροτρύνει ή τους έχει δοθεί εντολή να παραμείνουν στα σπίτια τους. Και ανεξάρτητα από την προθυμία τους να πουλήσουν, τα καταστήματα δεν μπορούν να φθάσουν στους πελάτες τους και πολλά αποκόπτονται από τους προμηθευτές τους. Η άμεση προτεραιότητα, φυσικά, είναι η ανταπόκριση της δημόσιας υγείας, η οποία απαιτεί κοινωνική απομόνωση, αυτοαπομόνωση και άλλα μέτρα που είναι ουσιαστικά ασυμβίβαστα με τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται οι σύγχρονες οικονομίες.

Ως αποτέλεσμα, σημειώνεται ραγδαία συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας (και επομένως οικονομικής ευημερίας). Όσον αφορά τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της επερχόμενης ύφεσης, όλα θα εξαρτηθούν από την επιτυχία της ανταπόκρισης της υγειονομικής πολιτικής, ιδίως αναφορικά με τις προσπάθειες εντοπισμού και περιορισμού της εξάπλωσης του ιού, τη θεραπεία των ασθενών και την ενίσχυση της ανοσίας. Ενώ αναμένεται πρόοδος στα τρία αυτά μέτωπα, ο φόβος και η αβεβαιότητα θα ενταθούν, με δυσμενείς συνέπειες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τις προοπτικές για οικονομική ανάκαμψη. Όταν βγαίνουμε από την άνεσή μας με τέτοιο ξαφνικό και βίαιο τρόπο, οι περισσότεροι από εμάς θα υποκύψουν σε κάποιο βαθμό παράλυσης, υπερβολικής αντίδρασης ή και των δύο. Η τάση μας για πανικό προσφέρεται για ακόμα βαθύτερες οικονομικές διαταραχές. Καθώς οι περιορισμοί ρευστότητας εισβάλλουν, οι μετέχοντες στην αγορά βιάζονται να εξαργυρώσουν, πουλώντας όχι μόνο ό,τι είναι επιθυμητό να πουλήσουν, αλλά ό,τι είναι δυνατόν να πωληθεί. Όταν συμβαίνει αυτό, το προβλέψιμο αποτέλεσμα είναι ο υψηλός κίνδυνος της χρηματοδοτικής ρευστότητας στη χονδρική, η οποία, ελλείψει έξυπνων πολιτικών παρεμβάσεων έκτακτης ανάγκης, θα απειλήσει τη λειτουργία των αγορών. Στην περίπτωση της τρέχουσας κρίσης, ο κίνδυνος ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα αντιστρέψει τη δράση του στην πραγματική οικονομία και θα προκαλέσει πιέσεις είναι υπερβολικά μεγάλος για να αγνοηθεί.

Η λειτουργία των διακοπτών

Αυτό μας φέρνει στην τρίτη αναλυτική προτεραιότητα: τα οικονομικά των διακοπτών. Εδώ το ερώτημα δεν είναι μόνο τι μπορούν να επιτύχουν οι πολιτικές παρεμβάσεις έκτακτης ανάγκης, αλλά και τι βρίσκεται πέραν των ορίων τους και πότε. Βεβαίως, δεδομένου ότι η ταυτόχρονη οικονομική και χρηματοοικονομική απομόχλευση θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την κοινωνική ευημερία, η σημερινή στιγμή ξεκάθαρα απαιτεί πολιτική προσέγγιση τύπου «οτιδήποτε χρειάζεται», «όλα μέσα» και «ολόκληρη η κυβέρνηση». Η άμεση προτεραιότητα είναι η δημιουργία διακοπτών που μπορούν να περιορίσουν το πεδίο των επικίνδυνων βρόχων οικονομικής και οικονομικής ανάδρασης. Η προσπάθεια αυτή καθοδηγείται από τις κεντρικές τράπεζες, αλλά περιλαμβάνει και δημοσιονομικές και άλλες αρχές. Ωστόσο θα υπάρξουν συμφωνίες, θα είναι θελκτικές, όχι όμως ρεαλιστικές.

Παραδείγματος χάριν, υπάρχει σημαντική στήριξη στις προτάσεις για μεταφορές μετρητών και άτοκο δανεισμό για την προστασία των ευάλωτων τμημάτων του πληθυσμού, τη διατήρηση των επιχειρήσεων και τη διασφάλιση στρατηγικών οικονομικών κλάδων. Δικαίως. Η ιδέα είναι να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος ότι τα προβλήματα ρευστότητας θα γίνουν προβλήματα φερεγγυότητας. Και όμως, ένα πρόγραμμα μετρητών και δανείων θα αντιμετωπίσει άμεσες προκλήσεις εφαρμογής. Εκτός από τις ακούσιες συνέπειες και τις παράπλευρες ζημιές που συνοδεύουν όλα τα γενικά μέτρα, η έκχυση ρευστότητας σε ολόκληρο το σύστημα στη σημερινή κρίση θα απαιτούσε τη δημιουργία νέων διαύλων διανομής. Το ζήτημα του πώς να δοθούν τα μετρητά στους επιδιωκόμενους αποδέκτες δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται. Υπάρχουν ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες αναφορικά με την εφαρμογή προγραμμάτων άμεσης διάσωσης, τα οποία είναι όλο και πιο πιθανά. Οι αερομεταφορείς, οι κρουαζιέρες και οι άλλοι κλάδοι που πλήττονται σοβαρά δεν οδηγούν απόλυτα σε σημαντικά συμπεράσματα για το τι πρόκειται να συμβεί. Από τις πολυεθνικές βιομηχανίες έως τα οικογενειακά εστιατόρια και άλλες μικρές επιχειρήσεις, η πορεία για κυβερνητικές διασώσεις θα είναι πολύ μεγάλη.

Διάσωση και συμφέροντα

Χωρίς σαφώς καθορισμένες αρχές για το γιατί, με ποιον τρόπο, πότε και με ποιους όρους θα προσφερθεί κρατική βοήθεια, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα τα προγράμματα διάσωσης να πολιτικοποιηθούν, ο σχεδιασμός τους να είναι κακός και να συνυπάρξουν με ειδικά συμφέροντα. Κάτι τέτοιο θα υπονόμευε τις στρατηγικές εξόδου για την επιστροφή των επιχειρήσεων στην κανονικότητα και υπάρχει ο κίνδυνος επανάληψης της εμπειρίας μετά το 2008, όταν η κρίση τελείωσε, χωρίς όμως να υπάρξουν τα θεμέλια για ισχυρή, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη στη συνέχεια. Δεδομένου ότι οι κρατικές παρεμβάσεις θα είναι διευρυμένες αυτή τη φορά, είναι σημαντικό οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να αναγνωρίζουν επίσης τα όρια των παρεμβάσεών τους. Καμία φορολογική έκπτωση, δάνειο με χαμηλό επιτόκιο ή φθηνή αναχρηματοδότηση των ενυπόθηκων δανείων θα πείσει τους ανθρώπους να αρχίσουν ξανά την κανονική οικονομική τους δραστηριότητα εάν εξακολουθούν να φοβούνται για την υγεία τους.

Εκτός αυτού, όσο η δημόσια υγεία δίνει έμφαση στην κοινωνική απομόνωση ως μέσο για την εξουδετέρωση της μετάδοσης στις κοινωνίες, οι κυβερνήσεις δεν θα θέλουν τους ανθρώπους να ριψοκινδυνεύουν ούτως ή άλλως. Όλα τα θέματα που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι ώριμα για μεγαλύτερη οικονομική έρευνα. Στο πλαίσιο αυτών των ερευνητικών διεργασιών, πολλοί ερευνητές στις ανεπτυγμένες οικονομίες θα βρεθούν αναπόφευκτα αντιμέτωποι με τα οικονομικά των αναπτυσσόμενων οικονομιών – από τη διαχείριση κρίσεων και τις αποτυχίες της αγοράς να υπερκεράσει την κόπωση της προσαρμογής, έως τη δημιουργία καλύτερων θεμελίων για μία διαρθρωτικά ορθή, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Εφόσον υιοθετήσουν τις γνώσεις και από τα δύο πεδία, τα οικονομικά θα είναι καλύτερα. Μέχρι πρόσφατα, το επάγγελμα του οικονομολόγου ήταν πολύ ανθεκτικό στην εξάλειψη των τεχνητών διακρίσεων, πόσο μάλλον στην υιοθέτηση μίας πιο διεπιστημονικής προσέγγισης. Αυτά τα αυτο-επιβαλλόμενα όρια εξακολουθούν να υφίστανται παρά τις ενδείξεις ότι, ιδιαίτερα από τις αρχές του 2000, οι ανεπτυγμένες οικονομίες αντιμετωπίζουν διαρθρωτικά και θεσμικά εμπόδια που έχουν επιβαρύνει την ανάπτυξη με τρόπο αρκετά οικείο για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Στα χρόνια μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, τα προβλήματα αυτά έχουν εμβαθύνει τους πολιτικούς και κοινωνικούς διαχωρισμούς, υπονομεύουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και δυσκολεύουν την αντιμετώπιση της άνευ προηγουμένου κρίσης που τώρα χτυπάει την πόρτα μας.

* Γενικός οικονομικός σύμβουλος στην Allianz, πρώην πρόεδρος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ανάπτυξης στην κυβέρνηση Μπαράκ Ομπάμα.

Copyright: Project Syndicate, 2020

www.project-syndicate.org