Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Α. Ιωάννου *
* Οικονομολόγος, συγγραφέας του «Ανατέμνοντας την κρίση», Εκδόσεις Παπαζήση, 2015. (μέρος 1ον)
Τα αποτελέσματα προσφάτων ερευνών της κοινής γνώμης -με θέματα που εκτείνονται μέχρι το, εύλογο, ερώτημα αν μας ψεκάζουν και με τι- όχι μόνο έρχονται να επιβεβαιώσουν συμπεράσματα που είχαν εξαχθεί από ανάλογες έρευνες παλαιότερα, αλλά δίνουν και τη δυνατότητα -μέσω μίας «ανάγνωσης σε δεύτερο επίπεδο»- να απαντηθεί πληρέστερα το ερώτημα γιατί η Ελλάδα συνεχίζει να ταλαιπωρείται με μνημόνια, ενώ οι άλλες χώρες που εισήλθαν σε ανάλογες δεσμεύσεις, σε μεταγενέστερο χρόνο απ’ αυτήν, έχουν ήδη εξέλθει. Η απάντηση που προκύπτει έχει, λοιπόν, δύο σκέλη: Πρώτον, διότι η ελληνική κοινωνία δεν έχει αντιληφθεί τον λόγο για τον οποίο εισήλθε στη βαθιά κρίση στην οποία βρίσκεται και, δεύτερον, διότι (ως συνέπεια και του πρώτου) ούτε καν φαντάζεται ότι ο μόνος τρόπος για να βγει απ’ αυτήν είναι μέσα από δικές της προσπάθειες, με τις δικές της δυνάμεις, έστω κι αν παράλληλα χρησιμοποιεί τη βοήθεια των εταίρων.
Το πρώτο χαρακτηριστικό της κρίσης, δηλαδή ο λόγος για την περιδίνηση που άρχισε το 2009 και συνεχίζεται έως σήμερα, είναι ότι ήδη πριν και από το 2002 η ελληνική κοινωνία φαίνεται να είχε υιοθετήσει μία νέα κοσμοθεωρία, η οποία αποτελεί παγκόσμια μοναδικότητα και περιστρέφεται γύρω από την κεντρική ιδέα πως ένας λαός, και δη ο ελληνικός, μπορεί να απολαμβάνει εισοδήματα που δεν έχουν καμία σχέση με την εργασία του και την παραγωγή του, αλλά καθορίζονται μόνο από τις διαθέσεις του και την επιθυμία του για καλή ζωή. Δυστυχώς, μάλιστα, αυτό δεν είναι κάτι που το πιστεύουν αποκλειστικά οι αδαείς και οι αγράμματοι.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το πιστεύουν και πλείστοι ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι και ερευνητές, ή, εν πάση περιπτώσει, όλοι εκείνοι οι «αρμόδιοι» και «ειδικοί» που σπεύδουν να δηλώσουν σε κάθε ευκαιρία ότι εξαιτίας της «ύφεσης» το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε κατά 25% σε σχέση με το 2009. Μόνο που αν θεωρείς ως πραγματικό εισόδημα τα δανεικά που χρησιμοποίησες για να χρηματοδοτήσεις πρόωρες, και μάλιστα διογκωμένες, συντάξεις, καθώς και αυξήσεις ερήμην της παραγωγικότητας, τότε είναι μοιραίο να θεωρείς επίσης ότι και η ανώμαλη προσγείωσή σου στο έδαφος δεν ήταν η φυσική συνέπεια των ισχυόντων φυσικών νόμων, αλλά κάποιο «ατύχημα» ή, ίσως, και κάποια συνωμοσία. Οι δε πολιτικές και οικονομικές σου επιδιώξεις δεν θα είναι να προσαρμοστείς στην πραγματικότητα, αλλά, αντίθετα, να επιστρέψεις σε εκείνες τις «καλές ημέρες», διατηρώντας τα «δίκαια εισοδήματα» του 2009 πάση θυσία. Με αποτέλεσμα φυσικά, αφού βρίσκεσαι σε τόσο βαθιά ασύγγνωστη ή συγγνωστή πλάνη, συνεχόμενες κακοτυχίες – εν αις και η μακροχρόνια παραμονή σε «μνημονιακό» καθεστώς.
Η πανεθνική προσπάθεια να ζήσουμε με περισσότερα απ’ όσα έχουμε πηγάζει ιστορικά από το γεγονός ότι στη διάρκεια δεκαετιών δημιουργήσαμε δομές στις οποίες ομάδες με ισχυρούς δεσμούς με την εκάστοτε πολιτική εξουσία αποκτούσαν προνόμια με τη μορφή εισοδημάτων και προσόδων που δεν είχαν καμία σχέση με την παραγωγικότητά τους και το προϊόν της εργασίας τους, έτσι τουλάχιστον όπως θα το αποτιμούσε μία ελεύθερη αγορά. Επειδή όμως οι προσοδούχοι όλο και αυξάνονταν, μέχρι το 2009, ενώ, μετά την εκδήλωση της κρίσης, δεν υπάρχουν πλέον τρόποι χρηματοδότησης για να καλύψουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους, καταφέρνουν πλέον να διατηρούν τα προνόμιά τους -δηλαδή να απολαμβάνουν υψηλότερα εισοδήματα απ’ όσα δημιουργούν ή έχουν δημιουργήσει στο παρελθόν με την εργασία τους- αποκλειστικά εκείνοι που, έστω και μέσα στην κρίση, έχουν ακόμη δυνατότητα να ασκούν επιρροή στο πελατειακό κράτος. Μόνο που για να το πετύχουν αυτό πρέπει όλοι οι υπόλοιποι, δηλαδή οι πληβείοι, να πληρώσουν σημαντικό τίμημα. Εάν είναι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, το τίμημα συνίσταται στο ότι καταδικάζονται στην ανεργία ή στο ότι ζουν με τον φόβο της, ενώ αν είναι νέοι, απλά στο ότι πρέπει να φύγουν στο εξωτερικό για να επιβιώσουν.
(σε επόμενο φύλλο το 2ο μέρος)