Skip to main content

Πολύ λίγα, πολύ αργά

Του Βασίλη Αγγελόπουλου
[email protected]

Η τοποθέτηση του Γιάννη Παναγόπουλου με την φράση «πολύ λίγα, πολύ αργά», μάλλον αποτυπώνει με επιτυχία την γλυκόπικρη αίσθηση που αφήνει στην κοινωνία, η αύξηση του κατώτατου μισθού. Το 7,5% που αποφάσισε η Κυβέρνηση και το οποίο θα οδηγήσει στα 713 ευρώ τις βασικές μηνιαίες αποδοχές για 650.000 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, από την 1η Μαΐου και μετά, μάλλον έρχεται πολύ αργά. Είναι τέτοιες οι ανατιμήσεις βασικών αγαθών, είναι τόσο ραγδαία η επιβάρυνση των νοικοκυριών από τους λογαριασμούς στο ρεύμα,  που τα 50 ευρώ το μήνα που θα δίνονται εφεξής ως αύξηση, μοιάζουν πολύ λίγα.

Υπάρχουν όμως και άλλοι φόβοι που γεννά αυτή η, προγραμματισμένη εδώ και μήνες, αύξηση. Σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας, όπως ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, επικαλέστηκε στο διάγγελμά του, η συγκεκριμένη απόφαση μπορεί να προκαλέσει παράπλευρες απώλειες, ιδιαίτερα οδυνηρές.

Για παράδειγμα, πολύ γνωστός καθηγητής, που ασχολείται ιδιαίτερα με το οικονομικό γίγνεσθαι της χώρας, εξέφραζε πριν από μερικές μέρες, σε «κλειστή συνάντηση», τον φόβο μήπως η αύξηση αυτή ενεργοποιήσει ξανά «το τέρας» της ανεργίας! Αλήθεια, τι θα κάνουμε ως κοινωνία, αν ξαφνικά διαπιστώσουμε ότι τα παιδιά μας, μένουν χωρίς δουλειά επειδή ο εργοδότης τους, δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στο αυξημένο μισθολογικό κόστος;

Η επιβάρυνση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι ιδιαίτερα μεγάλη, ήδη από το περασμένο φθινόπωρο. Η εκτόξευση των καυσίμων και γενικότερα των πρώτων υλών, έχουν επιφέρει βαρύ πλήγμα. Έχουν επεξεργαστεί στην κυβέρνηση σενάριο για τυχόν μαζική απώλεια θέσεων εργασίας, εξαιτίας της αύξησης του κατώτατου μισθού;

Ακόμα χειρότερα, όταν υπάρχει ο κίνδυνος μετατροπής των συμβάσεων πλήρους απασχόλησης, σε μερικής, ώστε να περιοριστεί το κόστος. Με ένα ΣΕΠΕ να υπολειτουργεί εδώ και ένα χρόνο, περιμένοντας να μετατραπεί  σε… Ανεξάρτητη Αρχή, πώς θα προστατευθούν οι εργαζόμενοι, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο;

Τον Φεβρουάριο του 2019, η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, είχε πραγματοποιήσει το πρώτο «άλμα» στις κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα. Είχε αυξήσει κατά 11,5% τον κατώτατο μισθό στα 650 ευρώ, από 586 ευρώ που ήταν «κολλημένος» από το 2012 και είχε καταργήσει τον ντροπιαστικό υπο – κατώτατο των 511 ευρώ που ίσχυε για νέους έως 25 ετών. Τότε μάλιστα είχε δεσμευτεί για νέα αύξηση, ένα χρόνο μετά, στα 751 ευρώ, ώστε να επανέρχονταν οι βασικοί μισθοί στον ιδιωτικό τομέα, στα επίπεδα προ μνημονίων. Μια δέσμευση βέβαια, που δεν υλοποιήθηκε ποτέ, καθώς λίγους μήνες μετά, η βαριά ήττα των ευρωεκλογών οδήγησε σε πρόωρη προσφυγή στις κάλπες και σε αλλαγή κυβέρνησης. Τότε, ίσως ήταν η ευκαιρία που είχε η νέα ηγεσία της χώρας για να προβεί σε μια κίνηση σημαντικής αύξησης των κατώτατων αποδοχών. Τότε όμως, η απόφαση αυτή δεν πάρθηκε.

Σήμερα, τρία χρόνια μετά, με την χώρα να βγαίνει τσακισμένη από την πανδημία, από την ενεργειακή κρίση και από τον πόλεμο στην Ουκρανία, η ίδια απόφαση για αύξηση, μοιάζει με κίνηση υψηλού ρίσκου. Εκτός και εάν εκπορεύεται από πιο πολιτικά – ψηφοθηρικά χαρακτηριστικά, αφού η Κυβέρνηση είναι γνωστό ότι δέχεται τα πυρά των πολιτών για το κύμα ακρίβειας που πλήττει την κοινωνία και έχει ραγδαία φθορά. Εάν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε η αύξηση που δόθηκε, όχι μόνο είναι επισφαλής, αλλά μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ. Εδώ ακριβώς κολλάει η φράση «πολύ αργά» του προέδρου της ΓΣΕΕ.

Άλλωστε ακόμα και μετά τις νέες αυξήσεις, τα 713 ευρώ του κατώτατου, υπολείπονται από τα 751 ευρώ που ήταν πριν από το 2012. Άρα, δέκα χρόνια μετά, ο Γολγοθάς των φτωχών εργαζόμενων συνεχίζεται…