Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Οι φόροι και ο θάνατος είναι αναπόφευκτοι. Η σκέψη του θανάτου και των φόρων γεμίζει φόβο τους περισσότερους. Ενώ, όμως, υπάρχουν πολλοί που επιβάλλουν και άλλοι τόσοι που γράφουν για φόρους και αχθοφόρους, μόνο μια μικρή ομάδα κερδίζει τα προς το ζην γράφοντας για θανάτους. Διασήμων.
Στα μεγάλα μέσα ενημέρωσης του εξωτερικού, οι συντάκτες των νεκρολογιών είναι περιζήτητοι. Ασχολούνται αποκλειστικά μ’ αυτήν τη σιδερένια νομοτέλεια.
Καλούνται να προβλέψουν ποιες προσωπικότητες θα πεθάνουν τους επόμενους μήνες και να ετοιμάσουν τα σχετικά αφιερώματα.
Το 2016 δούλεψαν υπερωρίες. Ήδη από τον περασμένο Απρίλιο, ο Νικ Σέρπελ του BBC υποστήριξε ότι η δουλειά του έχει αυξηθεί κατά πέντε φορές σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας.
Η δουλειά δεν είναι εύκολη. Απαιτεί σκάψιμο, έρευνα, μια άλλη μαστοριά στον λόγο. Οι καλύτεροι στο είδος τους, όπως αυτοί της εφημερίδας «New York Times», δεν χρησιμοποιούν μεταφορικές φράσεις για να πουν ότι κάποιος πέθανε, ζωγραφίζουν πορτρέτα, αποφεύγοντας να αποσιωπούν «σκοτεινά σημεία».
Δεν φιλοτεχνούν αγιογραφίες, αφηγούνται ιστορίες για έναν άνθρωπο και τον κόσμο στον οποίο έζησε. Γι’ αυτό και οι νεκρολογίες τους δεν εγκλωβίζονται στα στενά όρια της επικαιρότητας, αλλά έχουν και ιστορική αξία. Ακόμη και στην εποχή της αέναης νεκρολογίας διασήμων στο Ίντερνετ.
Γράφονται πολλά και θα γραφούν κι άλλα για τον γνωστό μας – άγνωστο Γιάννη Κουνέλλη, αλλά και τον σχετικά πιο οικείο Δημήτρη Μυταρά. Στης Google τα χρόνια, είναι παιχνιδάκι τα «σεντόνια». Ζωή και έργο σε λίγα λεπτά, τότε σπούδασε, εκεί μίλησε, εκεί διακρίθηκε, εκεί μυήθηκε.
Γράφονται πολλά -μερικά εξαιρετικά- και θα γραφούν κι άλλα, αλλά δεν ξέρω πόσο θα μας βοηθήσουν να δούμε καλύτερα την τέχνη, τη ζωή και τον θάνατο.
Θα τους τιμήσουμε. Σε λαϊκό προσκύνημα στη θετή του πατρίδα, Ρώμη, εξετέθη η σορός του Κουνέλλη. Δημοσία δαπάνη θα τελεστεί η κηδεία του Μυταρά.
Θα τους τιμήσουμε. Θα τους γνωρίσουμε, τα έργα τους θα ψηλαφίσουμε;