Από την έντυπη έκδοση
Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]
Ένα ανισοβαρές μίγμα δεξιοτήτων σε επίπεδο πολιτικών και οικονομικών στελεχών, με σαφές έλλειμμα ικανότητας συνεργασίας και εστίασης στην επικοινωνία με τον πολίτη και στην εξυπηρέτηση των αναγκών του, διαιωνίζει το «ελληνικό πρόβλημα» απαξιώνοντας / ακυρώνοντας στην πράξη κάθε υποψήφιο σχέδιο ανάκαμψης και αναθέτοντας τη λύση σε ξένους θεσμούς.
Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί μια ανοίκεια αλλά διερευνητική προσομοίωση του αναπτυξιακού σχεδίου της Ελλάδας με ένα business plan μακροπρόθεσμου ορίζοντα και των ανθρώπων στα έδρανα της ελληνικής Βουλής με τα ικανά στελέχη ενός οργανισμού που πρέπει να συνεργαστούν αποτελεσματικά για να διαχειριστούν την κρίση και να υλοποιήσουν τη στρατηγική που θα φέρει το ποσοτικό και ποιοτικό αποτέλεσμα που προβλέπει το business plan.
Το συμπέρασμα είναι ότι αν δεν κάνουμε μια ριζική στροφή στην ποιότητα σε όλα τα επίπεδα, από την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών μέχρι τις σχέσεις εργοδότη – εργαζόμενου, εταιρείας – πελάτη, πολίτη – πολιτικού, δεν μπορούμε να προσβλέπουμε σε ανάπτυξη της οικονομίας, σε τόνωση της παραγωγής και σε ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
«Τα συγκυριακά μέτρα της οικονομίας είναι για επείγουσες καταστάσεις. Χρειάζεται μακροπρόθεσμο σχέδιο για να κατακτήσουμε την ποιότητα. Και προφανώς δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι αυτό θα το εκπονήσουν οι ξένοι», τονίζει στη «N» ο Μανώλης Δεληγιαννάκης, διδάκτορας Οικονομικών Επιστημών και διπλωματούχος ηλεκτρολόγος μηχανικός καθώς και διπλωματούχος οικονομολόγος μηχανικός του Πολυτεχνείου του Άαχεν της Γερμανίας, με τη βοήθεια του οποίου μέσω της παραπάνω μελέτης περίπτωσης (case study) οδηγούμαστε σε ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις που ερμηνεύουν σε έναν βαθμό την κατάσταση σύγχυσης, με τις αντιφατικές συμπεριφορές πολιτικών και την αδυναμία επίλυσης προβλημάτων.
Σήμερα ο κ. Δεληγιαννάκης είναι γενικός διευθυντής της DQS Hellas και ένας εκ των μετόχων του γερμανικού φορέα πιστοποίησης από την ίδρυσή του, το 1999, ενώ είναι και επίτιμος πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Διαπιστευμένων Φορέων Επιθεώρησης και Πιστοποίησης, της Hellascert.
Έχοντας εργαστεί σε διάφορες διοικητικές θέσεις στην ολλανδική και γερμανική βιομηχανία κι έχοντας διατελέσει μεταξύ άλλων προϊστάμενος της Γραμματείας Πολιτικής Διευρωπαϊκής Διακινήσεως Ελλήνων Εργαζομένων στο υπουργείο Συντονισμού, γενικός διευθυντής του Ελληνικού Κέντρου Παραγωγικότητας (ΕΛΚΕΠΑ), καθώς επίσης πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Αναπτυξιακής Εταιρείας Παραγωγικών Επενδύσεων Α.Ε., θυγατρικής του ΕΛΚΕΠΑ, εξηγεί στη «Ν» ότι το σημερινό πολιτικό κατεστημένο δεν αντιμετωπίζει αυτό που έχει σημασία για τον λαό και τους νέους. Η πολιτική του ατζέντα δεν βοηθά στη λύση του «ελληνικού προβλήματος», καθώς έχει αναθέσει τη διαχείρισή του σε ξένους θεσμούς. Κατά την άποψή του θεσμικοί παράγοντες, όπως «ο κ. Σόιμπλε και ο κ. Μοσκοβισί δεν μπορούν να επιλύσουν το πρόβλημα διότι δεν θα φορολογήσουν συμπολίτες τους για να δώσουν λύση…».
Ο κ. Δεληγιαννάκης έχει άποψη για την επιστροφή στην κανονικότητα. «Το πρόβλημα της Ελλάδας θα το λύσουν οι Έλληνες. Οι ξένοι μιλάνε μόνο μέσω μνημονίων. Είχαν πει και το 2012 ότι αν είχαμε πλεονάσματα θα άνοιγαν τη συζήτηση για το χρέος. Κάναμε πλεονάσματα, αλλά η συζήτηση δεν άνοιξε… Κερδίζουν χρόνο, αλλά λύση δεν δίνουν στο πρόβλημα» σημειώνει χαρακτηριστικά τονίζοντας ότι απαιτούνται μερικές δεκαετίες για να καταστεί το χρέος βιώσιμο και η οικονομία «σοβαρή» – όσα χρόνια χρειάστηκαν για να αυξηθεί το χρέος από τα επίπεδα του 30%-35% επί Κωνσταντίνου Καραμανλή στο 170%-180% του ΑΕΠ σήμερα.
Εξηγεί ότι οι κρίσιμοι οικονομικοί δείκτες για μια «σοβαρή» οικονομία είναι:
* Χαμηλές τιμές (σε σχέση με το εισόδημα).
* Περιορισμένη ανεργία (πρέπει, δε, να μιλάμε για απασχόληση).
* Θετικό ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών (πρέπει να παράγουμε).
Διαπιστώνει ότι δεν αποδίδουν οι πολιτικές στους συγκεκριμένους τομείς, ενώ έχοντας ασχοληθεί με την περιφερειακή πολιτική, προτού ακόμη υιοθετηθεί τέτοια σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, εκτιμά ότι ένα μέρος των εσόδων από τον συντελεστή ΦΠΑ (24% σήμερα) θα πρέπει να αποτελεί πόρο για τις περιφέρειες προκειμένου να παράγεται έργο από τις νομαρχίες, οι οποίες δεν αποδίδουν παρά τις μεταρρυθμίσεις της διοικητικής διαίρεσης της Ελλάδας, του «Καποδίστρια» (ν. 2539/97) και στη συνέχεια του «Καλλικράτη» (ν. 3852/2010) για τη μεταρρύθμιση της διοικητικής διαίρεσης της Ελλάδας (2011).
«Χρειάζεται κοινό σχέδιο»
«Θέλουμε συνεννόηση κι ένα κοινό σχέδιο» τονίζει ο κ. Δεληγιαννάκης, ο οποίος, όπως αφηγείται στη «N», τον Απρίλιο του 1967 ήταν στο πρώτο συλλαλητήριο της επόμενης μέρας του πραξικοπήματος.
Λόγω της συμβολής του στον αντιδικτατορικό αγώνα, έκτοτε όλοι οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας τον τιμούν μια φορά τον χρόνο στη δεξίωση για τον εορτασμό της αποκατάστασης της Δημοκρατίας.
Με την ευκαιρία αυτή ζήτησε από τον πρωθυπουργό και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης να δώσουν μήνυμα ενότητας, συνεργασίας και ομοψυχίας από τη Βουλή, διότι διαφορετικά τα σημερινά προβλήματα δεν επιλύονται.
«Χρειάζονται πρότυπα και στην πολιτική» υποστηρίζει. «Πριν από χρόνια, όταν ήμουν διευθυντής του Κέντρου Παραγωγικότητας, είχα ιδρύσει πολλά κέντρα σε όλη την Ελλάδα. Στα εγκαίνια του κέντρου της Λάρισας, παρόντος του τότε υπουργού Γεωργίου Σουφλιά, του είχα πει: “Κύριε υπουργέ, έχουμε δημιουργήσει πλέον πολλά κέντρα παραγωγικότητας. Το επόμενο πρέπει να το κάνουμε στη Βουλή! (η φράση προκάλεσε θυμηδία στον κόσμο)».
Πρότυπα ποιότητας στην πολιτική, σύμφωνα με τον κ. Δεληγιανάκη, είναι μεταξύ άλλων η συνεννόηση και η ενότητα: «Υπάρχει ένας εθνικός στόχος σήμερα.
Τα πλεονάσματα πρέπει να κατέβουν στο 2%. Πρέπει, όμως, να πάνε οι πολιτικοί αρχηγοί μαζί για να πείσουν τους θεσμούς». Kαι προσθέτει: «Ο Θεός μάς έδωσε μαγαζί γωνία… Πρέπει να το εκμεταλλευτούμε για το συμφέρον της χώρας».
Συνεννόηση σε ανώτερο επίπεδο
Το κλειδί για τη διαχείριση πολύπλοκων καταστάσεων είναι η συνεννόηση και η συνεργασία για την υλοποίηση ενός αποδεκτού από όλους σχεδίου δράσης με κοινό για όλους στόχο. Τα πολιτικά στελέχη, όμως, δεν φαίνεται να διαθέτουν αυτές τις δεξιότητες. Ο κ. Δεληγιαννάκης, αν και αποτελεί στέλεχος με πλούσια εμπειρία σε φορείς προώθησης της παραγωγικότητας και της ποιότητας, δεν αισθάνεται ότι η εμπειρία του έχει κεφαλαιοποιηθεί στον τόπο του, αναφέροντας ως παράδειγμα περιπτώσεις όπου ζητήθηκε συμβουλευτική υποστήριξη της κυβέρνησης από ξένο εμπειρογνώμονα σε θέματα όπου ο ίδιος διέθετε συγκριτικό πλεονέκτημα.
Όταν ο κ. Δεληγιαννάκης μιλά για την εμπειρία του, αναφέρεται σε δύσκολες αποφάσεις και καταστάσεις άλλων εποχών. Αυτή η τεχνογνωσία, όμως, είναι χρήσιμη στη διαχείριση πολύπλοκων καταστάσεων, όπως αυτές που έχουν να διαχειριστούν οι σημερινοί τεχνοκράτες – εμπλουτίζοντας το χαρτοφυλάκιο συμβούλων τους, αναζητώντας περισσότερες επιλογές και πιο αποτελεσματικές πολιτικές.
Τα χαρακτηριστικά της γενιάς των σημερινών ηγετών
Όπως και σε έναν οργανισμό, η επικοινωνία μεταξύ των γενεών στην πολιτική δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Στις ΗΠΑ οι ειδικοί στην ανάπτυξη στελεχών φέρνουν συχνά το εξής παράδειγμα για να αναδείξουν αυτή τη δυσκολία: ζητάνε από τα στελέχη να θυμηθούν πώς και πού πέθανε ο Κένεντι, για να πάρουν την απάντηση «δολοφονήθηκε στο Ντάλας του Τέξας» από τους baby boomers (όσοι γεννήθηκαν την περίοδο 1945-1964), «σε ένα αεροπορικό δυστύχημα στη Μασαχουσέτη» από τους εκπροσώπους της γενιάς Χ (1961-1979) και «ποιος Κένεντι;» από τους νεότερους της γενιάς Y (1980-1995).
Στην πολιτική τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα, ειδικά σήμερα που αυτή παραπαίει, από το Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι τη Βραζιλία. Πρωταγωνίστρια είναι η γενιά X, με αξιοσημείωτη όμως την παρουσία και της επόμενης γενιάς. Οι εκπρόσωποι της γενιάς των baby boomers τείνουν σε μειοψηφικά ποσοστά στα έδρανα της Βουλής και όχι μόνο λόγω συνταξιοδότησης και οικειοθελούς αποχώρησης όσο και λόγω αποπομπής τους από το σύγχρονο πολιτικό σύστημα που τους έχει χρεώσει τα… αδιέξοδα.
Ας δούμε, όμως, το προφίλ των σημερινών ηγετών, της γενιάς των 45άρηδων (γενιά Χ) -ανάμεσά τους ο πρωθυπουργός του Καναδά Τζάστιν Τριντό, που θεωρείται από τους επιτυχημένους, η Helle Thorning-Schmidt (2011-2015), η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Δανίας, ο Ρομπ Φορντ, πρώην δήμαρχος του Τορόντο, ο Μπόρις Τζόνσον, πρώην δήμαρχος του Λονδίνου και τώρα στη Βουλή των Κοινοτήτων κ.ά.
Είναι η γενιά που μεγάλωσε με την τηλεόραση, λιγότερο πολιτικοποιημένοι σε σχέση με προηγούμενες γενιές, μετακινείται ευκολότερα μεταξύ των πολιτικών τάσεων λόγω του θολών ορίων ανάμεσα στις σύγχρονες ιδεολογίες που εκπροσωπούνται από τα κόμματα, έχει μια πιο υλιστική προσέγγιση της ζωής, είναι μια γενιά που έζησε τη διάσπαση της παραδοσιακής οικογένειας και σήμερα -αν και απολαμβάνει περισσότερα δικαιώματα από προηγούμενες γενιές και μεγαλύτερες ανέσεις λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων- είναι αντιμέτωπη με μια ιδιαίτερα οξεία οικονομική ανασφάλεια, με φορολογικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα.
Τα παραπάνω αποκτούν σημασία αν λάβουμε υπ’ όψιν τη θεωρία των γενεών του Γερμανού κοινωνιολόγου Καρλ Μάνχαϊμ, στη δεκαετία του 1920, που λέει ότι οι πολιτικές τάσεις αναδύονται από τα κρίσιμα γεγονότα που βιώνουν οι άνθρωποι σε νεαρές ηλικίες, όταν είναι πιο εύπλαστοι.