Από την έντυπη έκδοση
Tου Αλέξανδρου Κρητικού*
Έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε που ξέσπασε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Για τα 7 χρόνια που ακολούθησαν το ΑΕΠ της χώρας βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση. Μέχρι το 2014 μειώθηκε κατά 27% – αδιανόητη έκταση. Έκτοτε, θα ήλπιζε κανείς σε μια επερχόμενη ανάκαμψη, η οποία όμως δεν ακολούθησε.
Τα τελευταία χρόνια τρία μνημόνια πλαισίωναν την ελληνική οικονομία, ώστε να μη βρεθεί το κράτος στην ανάγκη να εκδώσει κρατικά ομόλογα στην αγορά. Σε αντάλλαγμα, ζητήθηκαν προγράμματα λιτότητας για την αποκατάσταση του κρατικού προϋπολογισμού.
«Ανακαίνιση» με βαθιές περικοπές
Αυτή η «ανακαίνιση» πέτυχε κάτω από βαθιές περικοπές. Οι συνέπειες είναι απαράδεκτες. Τη μια εξοικονόμηση ακολούθησε η επόμενη. Και η μια φορολογική αύξηση ακολούθησε την προηγούμενη. Αυτές οι ενέργειες είχαν καταστροφικές συνέπειες για την ελληνική οικονομία: Η προστιθέμενη αξία των ιδιωτικών εταιρειών μειώθηκε λόγω της μείωσης της εγχώριας ζήτησης, αλλά επίσης λόγω των ακραίων αυξήσεων των φόρων.
Το 2017 βρήκε την Ελλάδα στο 62% του επιπέδου προ της κρίσης. Ακόμη περισσότερο επιβαρύνθηκαν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, των οποίων η προστιθέμενη αξία μειώθηκε κατά το ήμισυ.
Και είναι εύλογο: μετά την πληρωμή του φόρου εισοδήματος και του ΦΠΑ, καθώς και των κοινωνικών εισφορών, από το ένα ευρώ που κερδίζει ένας ελεύθερος επαγγελματίας σήμερα του μένουν 20-30 λεπτά.
Ιδιαίτερα αποτρεπτικό είναι το φορολογικό σύστημα λόγω των υψηλών προκαταβολών για τον νέο επαγγελματία, ακόμη και αν έχει χαμηλό εισόδημα – παράδειγμα: νέος επαγγελματίας που εισπράττει 5.000 ευρώ τον χρόνο, αφού πληρώσει τους φόρους και την προκαταβολή φόρου για την επόμενη χρονιά, καθώς και τις ασφαλιστικές εισφορές που ορίζει η νομοθεσία, θα του μείνουν μόλις 1.676 ευρώ.
Κανείς λοιπόν δεν θα πρέπει να εκπλήσσεται αν, υπό τέτοιες συνθήκες, πολλοί προσφέρουν τα προϊόντα τους στη μαύρη αγορά.
Υψηλά επίπεδα ανεργίας στους νέους
Γι’ αυτό μέχρι στιγμής η Ελλάδα αντιμετωπίζει υψηλά επίπεδα ανεργίας, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων, μαζική μετανάστευση των μορφωμένων και φτώχεια μεταξύ των λιγότερο καταρτισμένων. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου επενδύσεις, ούτε σημάδια βελτίωσης.
Παρ’ όλα αυτά, όταν έληξε το τρίτο μνημόνιο τον Αύγουστο, η ελληνική κυβέρνηση γιόρτασε την «αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας». Αποκατέστησε όμως η χώρα πραγματικά την κυριαρχία της; Μπορεί η Ελλάδα να εκδώσει κρατικά ομόλογα στην αγορά με λογικούς όρους; Ήταν επιτυχής η διαδικασία μεταρρύθμισης των τελευταίων χρόνων;
Σε καμία περίπτωση! Αν οι υπεύθυνοι στην Ε.Ε. ήταν ειλικρινείς με την Ελλάδα και με τον εαυτό τους, μετά από οκτώ χρόνια ρητορικής διάσωσης, θα έπρεπε να αναγνωρίζουν τη διαδικασία της μεταρρύθμισης ως αποτυχημένη.
Για να το αποκρύψουν αυτό, οι πιστωτές έχουν συνοδεύσει τη μετάβαση από το τελευταίο πακέτο διάσωσης με καλές δωρεές – ένα μέρισμα σε ρευστό ύψους 15 δισ. ευρώ, έτσι ώστε τα επόμενα χρόνια να μην εκδίδονται κρατικά ομόλογα, και μια παράταση της περιόδου επιστροφής του υφιστάμενου δημόσιου χρέους με χαμηλές πληρωμές τόκων μέχρι το 2032.
Πρωτογενή πλεονάσματα
Παράλληλα, τέθηκαν όροι που δεσμεύουν τον κρατικό προϋπολογισμό για τα επόμενα 42 χρόνια.
Αυτή αλλά και πολλές μελλοντικές ελληνικές κυβερνήσεις πρέπει να παράγουν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα στους αντίστοιχους εθνικούς προϋπολογισμούς τους: 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και 2,2% έως το 2060.
Ο οικονομικός ανορθολογισμός της πρότασης είναι προφανής, καθώς στερεί από την εκάστοτε κυβέρνηση τη δυνατότητα όχι μόνο να πραγματοποιεί λογικές επενδύσεις αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ, αλλά και να αντισταθμίζει της κοινωνικές ανισορροπίες, ειδικά για να εισαχθεί επιτέλους η απαραίτητη βασική κοινωνική ασφάλιση για άνεργους που έχουν χάσει τα επιδόματα ανεργίας. Για μεγάλο χρονικό διάστημα η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να οικοδομήσει τη δική της προοπτική.
Έλεγχοι σε χώρες με μνημόνια
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δικαιολογεί αυτές τις αποφάσεις επισημαίνοντας ότι ανάλογοι έλεγχοι εφαρμόζονται και σε άλλες χώρες που είχαν υπαχθεί σε μνημόνιο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας. Μόνο που υπάρχει μια διαφορά: 42 χρόνια! Από τη μία πλευρά, μια μαζική ψήφος μη εμπιστοσύνης εναντίον όλων των μελλοντικών ελληνικών κυβερνήσεων. Από την άλλη πλευρά, η παραδοχή ότι οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα δεν ήταν επιτυχείς.
Το θεμελιώδες πρόβλημα πίσω από αυτήν την πραγματικότητα είναι προφανώς το γεγονός ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν έχει υλοποιήσει τις απαιτούμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις τα τελευταία 8 χρόνια: βελτίωση της δημόσιας διοίκησης, λιγότεροι και λιγότερο αντιφατικοί κανόνες, καλύτερο δικαστικό σύστημα, λιγότεροι κανονισμοί για την αγορά προϊόντων, καλύτερο σύστημα καινοτομίας.
Με άλλα λόγια, η Ελλάδα δεν μπόρεσε να κερδίσει κανένα όφελος από την ένταξή της στο ευρώ. Αυτό θα σήμαινε ότι η χώρα θα ήταν ελκυστική για τους καινοτόμους, επιχειρηματίες και επενδυτές, για εκείνους που αντιθέτως συνεχίζουν να αποχωρούν από τη χώρα, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων εταιρειών, όπως ο Τιτάνας πιο πρόσφατα. Στην πραγματικότητα, καμία από τις κυβερνήσεις τα τελευταία δέκα χρόνια δεν κατάφερε να ανακτήσει τη χαμένη εμπιστοσύνη στην ελληνική πολιτική. Έτσι, η Ελλάδα θα δει στο μέλλον μόνο χαμηλά ποσοστά ανάπτυξης, πολύ μικρά, δεδομένου του χαμηλού επιπέδου του ΑΕΠ.
Η ανεργία θα παραμείνει υψηλή, η ευημερία χαμηλή και το προ της κρίσης επίπεδο της οικονομίας μακριά. Αλλά για τους πολιτικούς στις Βρυξέλλες αυτό θα αρκεί για χειροκροτήματα. Θα συνεχίσουν να λένε ότι «η Ελλάδα βρίσκεται στον σωστό δρόμο».
Οι περικοπές των συντάξεων
Το πόσο μακριά βρίσκονται οι πολιτικοί και στις δύο πλευρές από την οικονομική πραγματικότητα μπορεί να φανεί στην τρέχουσα συζήτηση για τις επερχόμενες περικοπές των συντάξεων.
Το ενδιαφέρον μονοπωλούν οι περικοπές αυτές καθαυτές. Δεν υπάρχει επί της ουσίας συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο τα υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με πιο αποτελεσματικό τρόπο.
Για παράδειγμα, αντί να διατηρηθεί το σημερινό επίπεδο των συντάξεων, θα έπρεπε να εξαιρεθούν μόνο οι συνταξιούχοι με πολύ χαμηλές συντάξεις από την επερχόμενη περικοπή και να μειωθεί παράλληλα η δυσανάλογη φορολογική επιβάρυνση. Θα μπορούσε τότε να δοθεί το πολυαναμενόμενο μήνυμα για οικονομική ανάκαμψη.
*Ο οικονομολόγος Αλέξανδρος Κρητικός είναι διευθυντής Έρευνας στο Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW Berlin) και καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Potsdam