Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ.Παπαγιαννίδη
[email protected]
Περισσότερο κι από την ουσία των οικονομικών προκλήσεων, των διευθετήσεων και των προβολών στο μέλλον για την Ελλάδα του τέλους 2018, το φόντο μπροστά στο οποίο θα διαδραματίζονται είναι εκείνο που καθορίζει το πώς θα πορευθούν/πού θα καταλήξουν. Ακούγεται μπλεγμένο; Είναι! Δείτε όμως το επιχείρημα. Το πρόβλημα που έχουμε είναι ότι χρειάζεται να διατηρούμε σωστή αντίληψη του φόντου αυτού, όπου ετερόκλητα στοιχεία διαγκωνίζονται για να το διαμορφώσουν. Δείτε για παράδειγμα πώς η εμμονή με το συνταξιοδοτικό/την περικοπή ή μη των συντάξεων, έρχεται να λειτουργήσει παράλληλα με όσα θα φέρει στην ευρωπαϊκή σκηνή (όπου, θέλουμε – δεν θέλουμε, κινούμαστε και θα συνεχίσουμε να κινούμαστε…) εκείνο που ίσως βιαστικά καταγράφεται ως διαδοχή Μέρκελ/μετά-τη-Μέρκελ εποχή.
Η διεκδίκηση της μη-περικοπής των παλαιών συντάξεων, δηλαδή η διατήρηση της προσωπικής διαφοράς που ενεπνεύσθη ο Νόμος Κατρούγκαλου, με ουσιαστικό επιχείρημα ότι οι περικοπές των εφεξής συντάξεων συν το σύστημα των εισφορών ΕΦΚΑ που βεβαιώνονται (υπάρχει ένα μικρό ερώτημα κατά πόσον εισπράττονται και πόσο διατηρήσιμες θα αποδειχθούν, όμως αυτό μένει προσώρας κάτω από το χαλί) εξασφαλίζουν χρηματοδοτική ισορροπία και άρα δεν δημιουργούν πρόσθετο δημοσιονομικό πρόβλημα, έχει προ πολλού προσπεράσει -στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα- την οικονομική διάσταση. Έχει εγκατασταθεί στον πυρήνα της προεκλογικής διαμάχης.
Για την κυβέρνηση είναι πλέον ζήτημα ταυτότητας: είναι η κεντρική της υπόσχεση μη-διατάραξης της οικονομικής καθημερινότητας μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος (κυρίως: εκείνου του μέρους του εκλογικού σώματος που βρίσκει τον δρόμο προς την κάλπη σε εποχές «εύκολης» αποχής…). είναι όμως και απόδειξη του ότι «μπορεί» να περνάει την άποψή της στις σχέσεις με τους Ευρωπαίους δανειστές. Με κάλπες στον ορίζοντα, αυτή η τελευταία διάσταση, της επίδειξης αντοχής απέναντι στους «εταίρους» μετά από χρόνια και χρόνια υποχωρήσεων, θεωρείται στα κυβερνητικά έδρανα ότι έχει κομβική σημασία. Στην αντιπολίτευση -αξιωματική και ελάσσονα- το αντανακλαστικό αναγκαστικής πλειοδοσίας στο θέμα των συντάξεων έχει κόψει κάθε δυνατότητα επαναπροσδιορισμού θέσεως: η θέση «άμεση κατάργηση του Νόμου Κατρούγκαλου» για τη Ν.Δ., η δική του τροπολογία για το ΚΙΝΑΛ, έρχεται και αντιστηρίζει και καθιστά πολιτικά αμετακίνητη θέση της κυβέρνησης για προάσπιση των (παλαιών) συντάξεων ως Ιερό Γκράαλ. Πλην αν συναντήσει τοίχο απέναντί της στο Eurogroup οπότε θα περάσουμε στη φάση καταγραφής ζημιών.
Καθώς όλη η συζήτηση για το συνταξιοδοτικό συγκεντρώθηκε στις δημοσιονομικές επιπτώσεις, ήρθε και κούμπωσε με τη λογική των πλεονασμάτων/υπερπλεονασμάτων και το περιθώριο χρηματοδότησης του πλέγματος κοινωνικών μέτρων, το οποίο κινδυνεύει να γίνει γνωστό ως «νέο Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης», προστίθεται εδώ μια ακόμη περιπλοκή. Τα δημοσιονομικά περιθώρια κρίνονται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα συμφωνημένα της μεταΜνημονιακής εποπτείας και η παρέκκλιση απ’ αυτά καταλήγουν στο Eurogroup. Λειτουργεί λοιπόν εδώ μια τεχνική παγίδα: το ένα κέντρο αποφάσεων κινδυνεύει να παραπέμπει στο άλλο, οι παρασκηνιακές διαβεβαιώσεις και καλές προθέσεις (και η κυβέρνηση είχε συγκεντρώσει πολλές επ’ εσχάτων…) να βρεθούν στον αέρα.
Όλα αυτά θα διαδραματισθούν μπροστά στο γενικότερο φόντο των ευρωπαϊκών ανακατατάξεων. Όπου το «ελληνικό ζήτημα» ασφαλώς και απασχολεί λιγότερο από το ιταλικό δημοσιονομικό αδιέξοδο (που όλο και επιχειρείται να εκτονωθεί και όλο μας ξαναπροκύπτει αδιέξοδο…). Όμως εδώ είναι το πιο δυσάρεστο ενδεχόμενο: μήπως δεν σβήσει/χαλαρώσει την ελληνική μεταμνημονιακή διαπραγμάτευση το ιταλικό μέγεθος, αλλ’ αντιθέτως αναβιώσει η γνώριμη τάση να «αξιοποιείται» η ελληνική περίπτωση για κατάδειξη των ευρωπαϊκών ορίων προς τους άλλους – εν προκειμένω τους Ιταλούς; Ενώ, στην ευρύτερη συζήτηση της Ε.Ε. «27», η διάσταση κρίσης του Brexit επίσης λειτουργεί αποσυντονιστικά: το «εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν» είναι μια δυσάρεστη αίσθηση όταν διαπραγματεύεσαι τα δικά σου ως βαρκούλα. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος το γνωρίζει, το ζει. Οι υπόλοιποι;
Εδώ, λοιπόν, είναι εκείνο που ξεκινώντας αναφέραμε σαν μετα-την-Μέρκελ εποχή. Θεωρούμε ότι η διατύπωση είναι πρόωρη, όσο κι αν θαυμάσαμε τον τρόπο με τον οποίο ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε μαχαίρωσε (όχι πισώπλατα, λεβέντικα) τη Μερκελ παινεύοντας την πολιτική σοφία της. Όμως, μια διαδοχή στην ηγεσία της CDU όπου ο δεξιάς απόκλισης/φιλοεπιχειρηματικός μέχρι το κόκαλο Φρίντριχ Μερτζ («μόνον όποιος αλλάζει, εκείνος υπάρχει» το μότο του) ήδη ξεκίνησε προηγούμενος της ρεαλίστριας/Μερκελικής Ανεγκετ Κραμπ-Καρεμπάουερ (άντε τώρα να μαθαίνουμε νέα ονόματα!), θα δώσει στα γενικότερα γερμανικά αντανακλαστικά μια διόλου καλοδεχούμενη τροπή. Μαζί με την αίσθηση εκκρεμότητας, ότι το SPD σε κάθε στροφή μπορεί να βρεθεί εκτός GroKo/Μεγάλου Συνασπισμού, με γερμανικές κάλπες σε κάθε επόμενη στροφή.