Skip to main content

Όταν το ζητούμενο είναι η αναπτυξιακή επαναφορά

Από την έντυπη έκδοση 

Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Με μία μόλις ημέρα διαφορά κατέθεσαν την αποτίμησή τους για τη σημερινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και περιέγραψαν την ανάγνωσή τους για το πού πάμε δύο ερευνητικοί φορείς που αντιπροσωπεύουν (αν τα πούμε έτσι) τους κοινωνικούς εταίρους: το ΙΟΒΕ και το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Έχει το ενδιαφέρον του να δει κανείς πού διασταυρώνονται/συντονίζονται οι καταθέσεις τους – πέρα από τις αναμενόμενες διαφορές και στην οπτική γωνία αλλά και στην (ας πούμε) μεθοδολογική προσέγγιση: ορθόδοξη-νεοκεϋνσιανή με νεοκλασικό μπόλιασμα από τη μια/ετερόδοξη-μετακεϋνσιανή από την άλλη.

Για να κρατήσουμε πάντως ζωντανή την αίσθηση αντιπαράθεσης απόψεων, ας έχουμε καταγράψει την εισαγωγική τοποθέτηση του Τάκη Αθανασόπουλου στην παρουσίαση της τριμηνιαίας Έκθεσης του ΙΟΒΕ: «Η παγκόσμια αρνητική οικονομική συγκυρία καθώς και η έναρξη μιας μακράς περιόδου πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων αναμένεται να ενισχύσουν τις πολιτικές αντιπαραθέσεις, την αντιπαλότητα και την πλειοδοσία για την ικανοποίηση βραχυχρόνιων αναγκών». Αλλά και την αντίστοιχη θέση του Γιάννη Παναγόπουλου στην Ενδιάμεση Έκθεση ΙΝΕ, ότι «στη λεξιμαγεία που έχει πλέον επικρατήσει, τα υπερπλεονάσματα λειτουργούν ως η νέα ονομασία της λιτότητας»: με 3%-4% σχεδιαζόμενες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό αλλά με μείωση του αφορολογήτου, καταλήγουμε σε τελική υποχώρηση του διαθέσιμου εισοδήματος – όθεν η αναφορά σε λιτότητα.

Αν όμως πάμε στον πυρήνα το πράγματος, θα δούμε τον Νίκο Βέττα να καταθέτει ως ΙΟΒΕ την αναγνώριση μεν ότι με την ολοκλήρωση του (οκταετούς) κύκλου Προγραμμάτων Προσαρμογής «επιτεύχθηκε σημαντική εξισορρόπηση και προσαρμογή της οικονομίας, η οποία δεν πρέπει να υποτιμάται», αλλά με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι «η προσαρμογή επιτεύχθηκε κυρίως μέσω ύφεσης, όχι του δομικού μετασχηματισμού της οικονομίας». Για να καταλήξει ως εκ τούτου στην προειδοποίηση ότι το σημαντικό δημοσιονομικό πλεόνασμα δεν προκύπτει μέσω ανάπτυξης, αλλά «αντανακλά μίγμα (πολιτικής) μη συμβατό με ισχυρή ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα» και ως εκ τούτου (προσοχή εδώ!) «δυσχεραίνονται οι όροι εξωτερικής χρηματοδότησης της οικονομίας».

Αν τώρα περάσει κανείς στον Γιώργο Αργείτη του ΙΝΕ, θα τον δει και αυτόν να επισημαίνει πως είναι σημαντικό το ότι «μετά το 2014, κυρίως όμως μετά το 2017 παρατηρείται ανάκαμψη» που φέρνει την ελληνική οικονομία πλησιέστερα στους ρυθμούς της Ε.Ε., πλην όμως «ούτε καλύπτεται η απόσταση που έχει δημιουργηθεί ούτε επιτρέπει να ανακτηθεί το βιοτικό επίπεδο που χάθηκε» (για να ανακτηθεί η συλλογική ευημερία του 2008, όπως πάμε θα χρειαστεί να φτάσουμε στο 2032). Και για τον Αργείτη η φερεγγυότητα της ελληνικής οικονομίας στις αγορές θα εξαρτηθεί από την ανάπτυξη που θα εξασφαλισθεί – ενώ το 2% που επιτυγχάνεται δεν θα αρκέσει για κάλυψη του αναπτυξιακού κενού. Και στην προσέγγιση Αργείτη τίθεται το ερώτημα αν είναι διατηρήσιμη η τωρινή πορεία (εδώ προσοχή!), με καταγραφόμενα ερωτηματικά ακριβώς γύρω από τις πολιτικές εξελίξεις μεσοπρόθεσμα – με ιδιαίτερη έμφαση σε όσα προκύπτουν για το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Είναι σημαντικό να καταγράψει κανείς την έμφαση που δίνεται από το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ στη διάσταση βιωσιμότητας του χρέους, υπό το πρίσμα της επικείμενης εξόδου της χώρας στις αγορές «σε συνθήκες εύθραυστης και αναιμικής μεγέθυνσης», πράγμα που κινδυνεύει να φέρει προβλήματα στην πιστοληπτική φερεγγυότητα. Στηριζόμενη στα στοιχεία του ΔΝΤ για πληρωμές τόκων και πρωτογενή πλεονάσματα στα χρόνια 2015-2027, η μελέτη του ΙΝΕ διαπιστώνει ότι μετά το 2022 μπαίνουμε σε μια περίοδο όπου η πιστοληπτική θέση της οικονομίας και δη του Δημοσίου θα εξαρτάται αποφασιστικά από την επιτυγχανόμενη (και επιδεικνυόμενη στις αγορές…) ανάπτυξη/μεγέθυνση. Η οποία όμως, όπως ήδη σημειώθηκε, δεν είναι καθόλου εμφανές ότι θα κινηθεί σε τέτοιο ύψος σε πραγματικούς όρους ώστε (μαζί με τον προσδοκώμενο πληθωρισμό) να υπερβαίνει το μελλοντικό κόστος δανεισμού/μετακύλισης του χρέους.

Ενώ λοιπόν από την Ενδιάμεση Έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ στην ευρύτερη δημόσια συζήτηση περισσότερο κρατήθηκαν οι επισημάνσεις για τις μέσες μηνιαίες αποδοχές των εργαζομένων (με το εύρημα ιδίως ότι 30% του συνόλου είναι κάτω των 650 ευρώ, 50% κάτω των 830 ευρώ, συν ότι σε κλάδους όπως ο τουρισμός ή οι διοικητικές δραστηριότητες οι μισθοί είναι στο ναδίρ, έναντι τραπεζών, μεταφορών, ενέργειας και Δημοσίου που βρίσκονται σε συγκριτικό ρετιρέ), θα θεωρούσαμε πιο σημαντικό να κρατηθούν οι επιφυλάξεις για το αναπτυξιακό αύριο. Και για την επίπτωσή του στην πορεία της χώρας στις αγορές – οψέποτε.Ακριβώς επειδή έρχεται και κουμπώνει με τις επιφυλάξεις ΙΟΒΕ για τη συμβατότητα του μίγματος πολιτικής με αναπτυξιακή επαναφορά. Α, ναι, και της Citigroup («οι αγορές») τη δυσοίωνη πρόβλεψη για ανάπτυξη 1,3%-1,5% το 2020-22…