Σχεδόν εννιά στους 10 Βραζιλιάνοι (88%) αποδίδουν την οικονομική τους κατάσταση «στον Θεό», σύμφωνα με δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Νταταφόλια που δημοσιεύθηκε την Κυριακή.
Το ποσοστό όσων δήλωσαν ότι το πιστεύουν αυτό ξεπέρασε το 90% μεταξύ όσων δήλωσαν θρησκευόμενοι, όμως έφτασε το 70% και μεταξύ όσων είπαν πως δεν θρησκεύονται. Ακόμη και το 23% από όσους δήλωσαν «άθεοι» απάντησε «ναι» στην ερώτηση: «Όλη την οικονομική επιτυχία της ζωής μου την οφείλω, πρώτα απ’ όλα, στον Θεό».
Σύμφωνα με την έρευνα, σχεδόν όλοι (το 97%) οι ευαγγελικοί (στη Βραζιλία ο όρος αναφέρεται στους προτεστάντες και τους νεοπεντηκοστιανούς) θεωρούν ότι υπάρχει θεία παρέμβαση στα οικονομικά τους, ενώ στις τάξεις των καθολικών, το ποσοστό που καταγράφηκε είναι επίσης συντριπτικό (91%). Μεταξύ όσων δήλωσαν πως δεν θρησκεύονται το ποσοστό ήταν και σε αυτή την περίπτωση υψηλό (70%), μεταξύ των οπαδών του πνευματισμού επίσης (66%), όπως και στις τάξεις των πιστών της Ουμπάντας, μιας αφροβραζιλιάνικης θρησκείας (63%).
Η δημοσκόπηση διενεργήθηκε σε δείγμα 2.828 ανθρώπων, ηλικίας 16 ετών και πάνω, σε 174 πόλεις της λατινοαμερικάνικης χώρας των 204 εκατομμυρίων πολιτών.
Μεταξύ αυτών που συμμετείχαν στην έρευνα, αυτοί με το χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο έτειναν περισσότερο να αποδώσουν την οικονομική τους επιτυχία στον Θεό. Αλλά το ποσοστό αυτών που πιστεύουν ότι η οικονομική τους κατάσταση εξαρτάται από τους ουρανούς είναι επίσης υψηλό και μεταξύ των πτυχιούχων πανεπιστημίου (77%).
Η ίδια έρευνα έδειξε παράλληλα πως ο πληθυσμός της Βραζιλίας που δηλώνει πως ανήκει στον καθολικισμό μειώνεται. Από το 2014, η θρησκεία έχασε 9 εκατομμύρια πιστούς (6%). Σήμερα, μόλις το 50% των Βραζιλιάνων δηλώνει πως πιστεύει στον καθολικισμό. Ευαγγελικοί δήλωσαν ότι είναι πολύ περισσότεροι από ό,τι μέχρι πριν από λίγα χρόνια, δηλαδή το 22%.
Μέχρι πριν από δύο χρόνια, οι Βραζιλιάνοι δήλωναν καθολικοί (που εκκλησιάζονταν ή όχι) κατά το 60% και κατά το 74% στις ηλικίες άνω των 25 ετών.
Τα τελευταία δύο χρόνια το ποσοστό όσων δηλώνουν «άθρησκοι» στη Βραζιλία υπερδιπλασιάστηκε, από το 6% στο 14%.