Skip to main content

Βελτίωση των επιπέδων ρύπανσης της Κίνας

Η ρύπανση της ατμόσφαιρας στην Κίνα έχει σημείωσει αισθητή βελτίωση, σύμφωνα με ανάλυση που δημοσίευσε η Greenpeace Ανατολικής Ασίας.

Μεταξύ των 189 πόλεων που εξετάστηκαν από την περιβαλλοντική οργάνωση, τα επίπεδα σωματιδίων PM2.5 κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015 μειώθηκαν κατά 16% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους. Αντιθέτως, μόνο 18 πόλεις σημείωσαν αύξηση στα επίπεδα των PM2.5.

Πολυάριθμες ιατρικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι τα μικρά σωματίδια, όπως τα σωματίδια PM2.5, δηλαδή διαμέτρου έως 2,5 χιλιοστών, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα για την ανθρώπινη υγεία, καθώς παρεισφρύουν βαθιά στους πνεύμονες και ευνοούν καρδιοαναπνευστικές παθήσεις.

«Νομίζω ότι πρόκειται για την πρώτη φορά που σημειώνεται μια τεράστια μείωση στις συγκεντρώσεις PM2.5 σε εθνικό επίπεδο», δήλωσε ο Ντονγκ Λιανσάι, μέλος της Greenpeace Ανατολικής Ασίας.

Τα τελευταία χρόνια, η εκτεταμένη ρύπανση έχει αποθαρρύνει τον τουρισμό στο Πεκίνο και έχει ωθήσει αρκετούς ανθρώπους να μετακινηθούν σε πόλεις με πιο καθαρό αέρα.

Ωστόσο το προηγούμενο εξάμηνο στο Πεκίνο, τα επίπεδα PM2.5 σημείωσαν πτώση 15,5%, και τα επίπεδα διοξειδίου του θείου, που συμβάλλει σε αναπνευστικά προβλήματα, έπεσαν κατά 42,6%, αναφέρει η μελέτη. Η πρωτεύουσα της Κίνας έχει πραγματοποιήσει μια συντονισμένη προσπάθεια για τη βελτίωση της κατάστασης, κλείνοντας ή μεταφέροντας 185 επιχειρήσεις το ίδιο εξάμηνο, σύμφωνα με την κυβέρνηση. Από τον περασμένο Ιούλιο, έκλεισαν επίσης τρεις από τις τέσσερις μονάδες παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα της πόλης.

Εξάλλου, το σχέδιο ελέγχου της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που ψήφισε η κυβέρνηση το 2013, υπαγορεύει ότι έως το 2017, ορισμένες περιοχές πρέπει να μειώσουν τα επίπεδα PM2.5 έως και κατά 25% σε σύγκριση με το 2012.

Ωστόσο σε σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο, ο αέρας της Κίνας εξακολουθεί να κατατάσσεται σε αυτούς με τη χαμηλότερη ποιότητα. Το μέσο επίπεδο PM2.5 σε 385 πόλεις καταγράφηκε στα 53,8 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο, πάνω από πέντε φορές υψηλότερο από το όριο ασφαλείας που συνιστά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.