Skip to main content

Οκτώ χρόνια από την κατάρρευση της Lehman Brothers

Οκτώ χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την κατάρρευση της αμερικανική επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers, η οποία πυροδότησε μία παγκοσμίων διαστάσεων χρηματοπιστωτική κρίση.

Στις 15 Σεπτεμβρίου του 2008, αποφράδα ημέρα για τις ΗΠΑ και την παγκόσμια οικονομική κοινότητα, χιλιάδες Γερμανοί μικροεπενδυτές έχασαν τα χρήματα που είχαν επενδύσει σε CDs. Η δημόσια κατακραυγή ήταν μεγάλη, δεδομένου ότι στους επενδυτές δεν είχε καταστεί σαφές ότι τα CDs μπορούσαν να χάσουν κάθε αξία, σε ενδεχόμενη χρεοκοπία της εκδότριας εταιρείας.

Παρά τις οδυνηρές εμπειρίες του παρελθόντος, τέτοιου είδους χρηματοοικονομικά «στοιχήματα» εξακολουθούν να τυγχάνουν ιδιαίτερης ζήτησης. Η γερμανική αρχή τραπεζικής εποπτείας «Bafin» σκοπεύει να απαγορεύσει για πρώτη φορά, μια ολόκληρη σειρά επενδυτικών προϊόντων, με την πρωτοβουλία της ωστόσο, να προσκρούει στις αντιρρήσεις εκπροσώπων της γερμανικής χρηματαγοράς.

Η Bafin επιχειρεί να προστατέψει ιδιώτες μικροεπενδυτές

Αφορμή για τα σχέδια της Bafin αποτελούν τα ομόλογα πιστοληπτικής ικανότητας, με τα οποία μπορούν οι επενδυτές να στοιχηματίσουν στην ικανότητα πληρωμών εκ μέρους επιχειρήσεων. Τέτοιου είδους πιστοποιητικά καταθέσεων προσφέρουν σε αρκετές περιπτώσεις υψηλά μερίσματα και ως εκ τούτου είναι ελκυστικά σε μια εποχή εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων για τους καταθέτες.

Οι Γερμανοί επενδυτές έχουν αγοράσει τέτοιους είδους χρηματοοικονομικά προϊόντα, διαθέτοντας συνολικά 6 δισ. ευρώ – περίπου το 1/10 του συνόλου της γερμανικής αγοράς CDs. Η αγορά τέτοιων προϊότων συνεπάγεται δύο βασικού κινδύνους: Από τη μία, μπορεί να χρεοκοπήσει η εκδότρια τράπεζα, όπως έγινε και με τη Lehman Brothers. Από την άλλη, ένα «στοίχημα» υπέρ της ικανότητας μιας επιχείρησης να εξυπηρετεί τις οικονομικές δεσμεύσεις της μπορεί να αποτύχει. Αυτό σημαίνει ότι αν μια επιχείρηση δεν καλύψει έστω και μία δόση από τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της, τότε τα όνειρα των επενδυτών για κέρδη από τόκους «βουλιάζουν». Σε ακραία περίπτωση ενδέχεται να χάσουν και μεγάλο μέρος του αρχικού τους κεφαλαίου.

Η Bafin θεωρεί ότι τα ομόλογα πιστοληπτικής ικανότητας δεν πρέπει να καταλήγουν στα χέρια μικροεπενδυτών. «Για τους ιδιώτες δεν μπορεί να εκτιμηθεί πόσο μεγάλη είναι η πιθανότητα να τους επιστραφεί το ποσό που επένδυσαν και κατά πόσο η ανάληψη του επενδυτικού κινδύνου αποζημιώνεται επαρκώς από το ύψος των επιτοκίων που έχουν συμφωνηθεί», διαπίστωσε η Bafin τον περασμένο Ιούλιο.

Σύμφωνα με τη Γερμανική Αρχή Τραπεζικής Εποπτείας, οι τράπεζες δεν ενημέρωσαν επαρκώς τους πελάτες τους για τους κινδύνους, αλλά αντιθέτως δημιούργησαν πιστοποιητικά καταθέσεων ειδικά για ιδιώτες, οι οποίοι βεβαίως δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν όσα οι επαγγελματίες επενδυτές.

Διίστανται οι απόψεις των ειδικών

Πάντως, η απόφαση της Bafin να απαγορεύσει τέτοιου τύπου επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες δεν βρίσκει σύμφωνους όλους τους ειδικούς του χρηματοοικονομικού κλάδου. Ο Μαρκ Όλιβερ Ρίγκερ, καθηγητής Τραπεζικής Οικονομικής και Χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Τριρ εκτιμά ότι «τα ομόλογα πιστοληπτικής ικανότητας σαφώς και δεν είναι προϊόντα υψηλού ρίσκου». Σύμφωνα με τον ίδιο, ένα απλό ομόλογο μεσαίας επιχείρησης, με το οποίο ένας ιδιώτης της δανείζει χρήματα, κρύβει συχνά υψηλότερους επενδυτικούς κινδύνους.

Η Ντοροτέα Μον, ειδική σε χρηματοοικονομικά ζητήματα και στέλεχος του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνδέσμου Προστασίας Καταναλωτών, τάσσεται υπέρ της πλήρους απαγόρευσης ομολόγων πιστοληπτικής ικανότητας. Όπως επισημαίνει, ακόμη και καλά ενημερωμένοι επενδυτές δεν μπορούν να αντιληφθούν αν είναι δικαιολογημένη η τιμή τέτοιων χρεογράφων, επειδή απλούστατα δεν υπάρχουν οι απαιτούμενες πληροφορίες.