Τις επιπτώσεις ενός Grexit για την ελληνική οικονομία διερευνά μελέτη της Εrnst & Υoung. Η μελέτη εκπονήθηκε σε συνεργασία με την Oxford Economics, ενός εκ των κορυφαίων Βρετανικών συμβουλευτικών οίκων σε θέματα διεθνούς οικονομίας.
Σκοπός της μελέτης ήταν η ουσιαστική και αντικειμενική ενημέρωση επιχειρήσεων ή υποψηφίων επενδυτών σχετικά με τις επιπτώσεις μίας ενδεχόμενης εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη. Η μελέτη ολοκληρώθηκε στα τέλη Μαΐου 2015:
- Τουλάχιστον 50% η άμεση υποτίμηση – θα μπορούσε να είναι σημαντικά μεγαλύτερη ανάλογα με τις οικονομικές πολιτικές που θα ακολουθηθούν. Σημειώνεται ότι, στην εκτιμώμενη επίσημη υποτίμηση, δεν έχουν συνυπολογιστεί οι όποιες κερδοσκοπικές πιέσεις που μπορεί να εκδηλωθούν στο νέο νόμισμα ή και στις υποσχετικές πληρωμής (IOUs) που θα εκδοθούν κατά τη μεταβατική περίοδο από το ευρώ στο νέο εθνικό νόμισμα
- Άμεση μείωση της εγχώριας ζήτησης κατά 25% και του πραγματικού ΑΕΠ από 15% έως και 20%, που θα σήμαινε ότι η χώρα σωρευτικά από το 2007 θα έχανε σχεδόν το ήμισυ του εγχώριου πραγματικού εισοδήματος
- Εκτίναξη του πληθωρισμού και περαιτέρω σημαντική αύξηση της ανεργίας
- Μείωση των πραγματικών μισθών, των πιστώσεων και των επενδύσεων
- Σε όρους ευρώ, η ελληνική οικονομία το πιθανότερο είναι να μην ανακτήσει ποτέ τις απώλειες στο ΑΕΠ, καθώς η έξοδος, η στάση πληρωμών και η υποτίμηση του νομίσματος, θα οδηγήσουν σε μόνιμη απώλεια εθνικού εισοδήματος
- Σημαντική συμπίεση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, που θα πλήξει πολύ περισσότερο τα νοικοκυριά σταθερού και χαμηλού εισοδήματος, με επακόλουθο αντίκτυπο τη φτώχεια και τη μεγάλη αύξηση της ανισότητας
- Σύμφωνα με μια πρώτη προσέγγιση, κατά τον πρώτο χρόνο μετά την έξοδο, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, σε όρους ευρώ, λόγω της συνδυαστικής επίδρασης της οικονομικής συρρίκνωσης και την υποτίμησης θα μπορούσε να μειωθεί σε περίπου € 11.000, σε σύγκριση με τα επίπεδα των € 17.000 το 2014
- Ακόμη και σε υποθετικό σενάριο της μείωσης του δημοσίου χρέους κατά 50%, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ θα παρέμενε σε επίπεδα άνω του 130% – λόγω της υποτίμησης, της αδυναμίας μετατροπής του σε δραχμές και της δραματικής μείωσης του ΑΕΠ
- Το Grexit δε θα σηματοδοτούσε το τέλος της λιτότητας – αντίθετα, το υψηλό χρέος θα άφηνε ελάχιστα περιθώρια ελιγμών για την κυβέρνηση, αποκλείοντας κάθε πιθανότητα δημοσιονομικής χαλάρωσης.
Τις επιπτώσεις ενός Grexit για την ελληνική οικονομία διερευνά μελέτη της ΕΥ. Η μελέτη εκπονήθηκε σε συνεργασία με την Oxford Economics, ενός εκ των κορυφαίων Βρετανικών συμβουλευτικών οίκων σε θέματα διεθνούς οικονομίας. Σκοπός της μελέτης ήταν η ουσιαστική και αντικειμενική ενημέρωση επιχειρήσεων ή υποψηφίων επενδυτών σχετικά με τις επιπτώσεις μίας ενδεχόμενης εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη. Η μελέτη ολοκληρώθηκε στα τέλη Μαΐου 2015.
Η μελέτη δεν αναλύει καθόλου το ακραίο σενάριο μιας άτακτης εγκατάλειψης του κοινού νομίσματος με παράλληλη καταγγελία των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας. Οι συνέπειες του σεναρίου αυτού είναι αδύνατον να αποτιμηθούν, καθώς ένα τέτοιο σενάριο θα οδηγούσε σε δραματική μείωση του ΑΕΠ, παρατεταμένη αστάθεια και αβεβαιότητα και έξοδο από τη συνθήκη Σένγκεν και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ η προοπτική επανόδου σε συνθήκες ανάπτυξης και ευημερίας δεν θα μπορούσε να οριοθετηθεί χρονικά.
Αντιθέτως, η παρούσα μελέτη βασίζεται στο σενάριο μιας συντεταγμένης εξόδου από την Ευρωζώνη μετά από διαπραγμάτευση με τους εταίρους και δανειστές της χώρας. Ακόμα και σε αυτό το «αισιόδοξο σενάριο», οι συνέπειες για την οικονομία και την κοινωνία θα είναι εξαιρετικά σοβαρές, ενώ οι επιπτώσεις θα κρίνονταν κυρίως από την οικονομική πολική που θα εφαρμοζόταν, καθώς η όποια νομισματική ή δημοσιονομική χαλάρωση θα οδηγούσε σε βαθύτερα προβλήματα.
Με βάση τις προβλέψεις της Oxford Economics, η ανάλυση της ΕΥ εκτιμά ότι ενδεχόμενη έξοδος της χώρας από τη ζώνη του ευρώ, ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση, εκείνη μιας συντεταγμένης εξόδου, θα επιβαρύνει τα ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις με τεράστιο κόστος και θα αφήσει τη χώρα γεωπολιτικά, στρατηγικά και οικονομικά απομονωμένη.
Με την έκδοση του νέου νομίσματος, η συναλλαγματική ισοτιμία θα υποτιμηθεί δραστικά, κατά τουλάχιστον 50%. Στο πιο θετικό σενάριο, και με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει περιορισμένη πολιτική, κοινωνική και οικονομική αστάθεια, η συναλλαγματική ισοτιμία μετά την αρχική δραστική υποτίμηση, θα μπορούσε να σταθεροποιηθεί κοντά στο -30%. Όμως, αξίζει να σημειωθεί ότι, εάν η Πολιτεία δεν καταφέρει να αντιμετωπίσει τις αρχικές αντιδράσεις των αγορών και εφαρμόσει πολιτική νομισματικής χαλάρωσης με αυξητικές πληθωριστικές πιέσεις, η υποτίμηση μπορεί να υπερβεί κατά πολύ το 50%. Σε αυτήν την περίπτωση, η επίτευξη ισορροπίας δεν θα ήταν δυνατή για αρκετά χρόνια, με τις επιπτώσεις στο ΑΕΠ να είναι βαθύτερες και αισθητές σε βάθος χρόνου.
Η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας θα είναι δραματική, ενώ οι απώλειες της αγοραστικής δύναμης δεν αναμένεται να αντιστραφούν γρήγορα. Κατά τους πρώτους 18 μήνες μετά την έξοδο, η κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης ενδέχεται να ξεπεράσει το 25% και η σωρευτική μείωση του πραγματικού ΑΕΠ θα υπερβεί το 15%. Λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες προβλέψεις διεθνών οργανισμών για το 2015, οι επιπτώσεις μπορεί να είναι σημαντικά βαρύτερες. Για να γίνει, όμως, αντιληπτό το δραματικό μέγεθος της συνολικής μείωσης του πραγματικού ΑΕΠ, αξίζει να σημειωθεί ότι η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά τα τελευταία έξι έτη κατά 25%, που σημαίνει ότι σωρευτικά η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας θα φτάσει στο 50% των μεγεθών προ-κρίσης.
Στη συνέχεια, και υπό την προϋπόθεση βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και της αύξησης των εξαγωγών, το ΑΕΠ θα μπορούσε να αρχίσει να αναπτύσσεται και πάλι. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά αβέβαιο αν η βελτίωση αυτή θα μπορούσε να διατηρηθεί μέσο-μακροπρόθεσμα, δεδομένων των δομικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας, και της περιορισμένης εξαγωγικής της βάσης. Στοιχεία σχετικά με τις εξαγωγικές επιδόσεις που ακολούθησαν προηγούμενες υποτιμήσεις επιβεβαιώνουν αυτήν τη διαπίστωση, καθώς μετά την αρχική ώθηση ακολούθησε απότομη πτώση του ρυθμού αύξησης των εξαγωγών σε λιγότερο από ένα χρόνο.
Επιπλέον σχεδόν στο σύνολό τους οι εξαγωγικές δραστηριότητες της Ελλάδας βασίζονται σε εισαγόμενα υλικά παραγωγής, το κόστος των οποίων θα εκτοξευθεί λόγω της υποτίμησης μειώνοντας σημαντικά το όποιο όφελος ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Τέλος για δραστηριότητες όπως ο τουρισμός, η αύξηση της ανταγωνιστικότητας δεν προκύπτει μόνο από τη μείωση του κόστους αλλά κυρίως από το προφίλ του τουριστικού προϊόντος. Οι δραματικές συνθήκες σε κοινωνικό επίπεδο, όπως η πιθανή αύξηση της εγκληματικότητας, είναι σίγουρο πως θα συμβάλλουν αρνητικά στην πορεία του κλάδου.
Ακόμα και στο πιο ιδεατό σενάριο μιας συμφωνίας για σημαντική μείωση του χρέους σε ποσοστό 50%, η αδυναμία μετατροπής του χρέους στο νέο νόμισμα, σε συνδυασμό με τη σημαντική υποτίμηση, θα διατηρήσει το λόγο του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ πάνω από το 130%. Το υψηλό χρέος (και η ανάγκη εξυπηρέτησής του) θα λειτουργήσει ως περιοριστικός παράγοντας για τη δημοσιονομική πολιτική.
Σε περίπτωση που υιοθετηθεί μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, οι επιπτώσεις σε άλλα μέτωπα, θα οδηγήσουν γρήγορα στην ανατροπή της, καθώς θα έπρεπε να χρηματοδοτηθεί μέσω νομισματικής χρηματοδότησης που θα οδηγούσε σε μια ανεξέλεγκτη πληθωριστική δυναμική, με αυξημένες πιέσεις για περεταίρω υποτίμηση και πιστωτική συρρίκνωση.
Η υποτίμηση θα οδηγήσει άμεσα σε υψηλό πληθωρισμό, καθώς οι τιμές των εισαγόμενων και των εμπορεύσιμων αγαθών θα αυξηθούν απότομα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μελέτης, ο πληθωρισμός ενδέχεται να φθάσει, στο πιο αισιόδοξο σενάριο, τουλάχιστον το 10%. Η σταδιακή αποκλιμάκωσή του θα κριθεί από τις πολιτικές που θα ακολουθηθούν, καθώς η όποια νομισματική χαλάρωση θα οδηγήσει σε σπιράλ πληθωρισμού και υποτίμησης με σχεδόν σίγουρο αποτέλεσμα τον υπερπληθωρισμό, στην οποία περίπτωση δεν θα ήταν παράλογο να ξεπεράσει ακόμα και το 30%.
Το Grexit θα εκτοξεύσει την ανεργία (συμπεριλαμβανομένης της ανεργίας των νέων) βραχυπρόθεσμα άνω του 30%, ενώ σήμερα η ανεργία θα μπορούσε αργά αλλά σταθερά να μειώνεται, ειδικά εάν υπάρξουν άμεσα στοχευμένες δράσεις της Πολιτείας και της ΕΕ για τη στήριξη της ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Σύμφωνα πάντα με την έρευνα, οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα καταρρεύσουν ως αποτέλεσμα της δραματικής αύξησης του κόστους μετά την υποτίμηση, οδηγώντας σε ελλείψεις για μια σειρά από βασικά αγαθά και προϊόντα. Για τους καταναλωτές και τα νοικοκυριά οι επιπτώσεις από τις ελλείψεις θα είναι σημαντικές. Για ορισμένα βασικά αγαθά και προϊόντα όπως η βενζίνη και το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, τα φάρμακα και άλλα φαρμακευτικά προϊόντα, καθώς και ορισμένα προϊόντα διατροφής, δε θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι θα χρειασθεί η εισαγωγή δελτίου. Για τα υπόλοιπα, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας και ένδυσης, θα υπάρξουν τεράστιες ελλείψεις στην αγορά.
Οι πραγματικοί μισθοί θα μειωθούν, οδηγώντας σε μεγάλη συμπίεση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, ειδικά για τα νοικοκυριά με σταθερά εισοδήματα, όπως οι συνταξιούχοι, οι νέοι, καθώς και οι χαμηλά αμειβόμενοι μισθωτοί. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι σκληρότερα πλήττονται τα νοικοκυριά με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, με άμεσο αντίκτυπο στη φτώχεια και την αύξηση της ανισότητας. Στην Αργεντινή το 2001, υπήρξε δραματική αύξηση της φτώχειας, ενώ βάσει στοιχείων προκύπτει ότι μέχρι το 2002, το ποσοστό του πληθυσμού που ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας έφτασε το 53%.
Η διοικητική διαχείριση του εγχειρήματος θα είναι εξαιρετικά περίπλοκη. Για τουλάχιστον έξι μήνες μετά την έξοδο από το κοινό νόμισμα, η οικονομία θα λειτουργεί χωρίς επίσημο νόμισμα. Όλες οι τιμές, οι συμβάσεις, τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, θα πρέπει να μετατραπούν σε νέο νόμισμα, ενώ θα χρειασθεί μια παρατεταμένη διακοπή λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Σε τέτοιες συνθήκες, είναι πιθανή και η εξάπλωση της ανταλλακτικής οικονομίας (barter trading).
Για τις τράπεζες, των οποίων η βιωσιμότητα θα δοκιμαστεί σημαντικά, κύρια προτεραιότητα μετά την έξοδο θα αποτελέσει η διατήρηση της κεφαλαιακής τους επάρκειας. Σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα για το οικονομικό περιβάλλον, αυτό θα οδηγήσει σε τεράστια μείωση της παροχής πιστώσεων (credit crunch). Η απότομη συρρίκνωση των επενδύσεων στον απόηχο μιας εξόδου είναι πολύ πιθανή. Οι επενδύσεις αναμένεται να μειωθούν κατά 30% κατά τα δύο πρώτα χρόνια και όποιες προοπτικές αύξησης δεν προβλέπεται να υπάρξουν νωρίτερα από το πέρας του τρίτου χρόνου.
Παρουσιάζοντας την έρευνα ο Πάνος Παπάζογλου, Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδας, είπε: «Με τη μελέτη αυτή, η ΕΥ πιστεύει ότι συμβάλει στην απαραίτητη ενημέρωση αναφορικά με τις επιπτώσεις μιας εξόδου της χώρας από τη ζώνη του ευρώ. Πρόκειται για ένα γεγονός που, ακόμα και στο σενάριο της συντεταγμένης εξόδου, θα σημάδευε το μέλλον της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες. Στην ΕΥ έχουμε ορίσει ως αποστολή μας το να συμβάλλουμε σημαντικά στη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου για τους ανθρώπους μας, για τους πελάτες μας και για την κοινωνία. Στα πλαίσια αυτά πιστεύουμε ότι οφείλουμε να μοιρασθούμε τα ευρήματα της σημαντικής αυτής ερευνητικής δουλειάς».
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της μελέτης, ο Πάνος Παπάζογλου καταλήγει: «Η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη δεν αποτελεί απλό ή γρήγορο τρόπο επίλυσης των οικονομικών προβλημάτων της χώρας. Αν η Ελλάδα δεν κατορθώσει να δημιουργήσει έναν ισχυρό εξαγωγικό τομέα με δύσκολες και στοχευμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οποιαδήποτε προσπάθεια βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας μέσω της υιοθέτησης ενός νέου νομίσματος, δε θα έχει διατηρήσιμα ή και διαχειρίσιμα αποτελέσματα. Αντιθέτως, ακόμη και στην περίπτωση μιας συντεταγμένης εξόδου από το ευρώ, οι αρνητικές επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία και κοινωνία θα είναι ιδιαίτερα επώδυνες».