Στο επίκεντρο συνεδρίου που διοργάνωσε την Πέμπτη η Επιτροπή Εταιρικής Διακυβέρνησης του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου βρέθηκε η Εταιρική Διακυβέρνηση, μέσα από τις επιχειρηματικές εξελίξεις και τα μείζονα θέματα στον τραπεζικό και ασφαλιστικό κλάδο.
Κατά την διάρκεια του χαιρετισμού του, ο πρόεδρος του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου Σίμος Αναστασόπουλος αναφέρθηκε στη «θετική έκβαση της διαπραγμάτευσης και την έστω ασαφή και υπό προϋποθέσεις συμφωνία για το χρέος» δια μέσω της οποίας, όπως ανέφερε πιθανότατα να ανοίγει ένα τελευταίο παράθυρο ευκαιρίας για τις προοπτικές της οικονομίας.
«Τα νέα επώδυνα δημοσιονομικά μέτρα που χρειάστηκε να πάρει η κυβέρνηση, αναγκαία για να κλείσει μια διαπραγμάτευση που κράτησε πολύ και συσσώρευσε προβλήματα και κόστος στην πραγματική οικονομία, θα επιτείνουν την ύφεση που ξεκίνησε από το δεύτερο ήμισυ του 2015» σημείωσε.
Τόνισε επίσης ότι, η όποια ρύθμιση του χρέους από μόνη της δεν είναι ικανή να φέρει την πολυπόθητη ανάπτυξη.
«Για την ανάπτυξη απαιτείται η αύξηση της δραστηριότητας του ιδιωτικού τομέα, των επιχειρήσεων παλαιών και νέων που θα δημιουργήσουν πλούτο για την χώρα, νέες θέσεις εργασίας και πηγή εσόδων για την κυβέρνηση ώστε να μπορεί να συνεχίσει να συλλέγει τους φόρους που χρειάζεται για την τήρηση των συμφωνηθέντων του μνημονίου και την επίτευξη των στόχων για τα δημοσιονομικά πλεονάσματα» υπογράμμισε.
Ωστόσο ανέφερε ότι ότι ο υπάρχων πλούτος εξαντλείται σε συνθήκες λιτότητας και μαζί εξαντλείται και η φοροδοτική ικανότητά πολιτών και επιχειρήσεων.
Έμφαση έδωσε κυρίως στις ξένες επενδύσεις λέγοντας «ας μην αυταπατώμεθα. Για να υπάρξει ανάπτυξη χρειάζονται άμεσες ξένες επενδύσεις και μάλιστα σημαντικές. Ο μόνος τρόπος να πείσουμε τις αγορές και τους επενδυτές να ξαναδούν την Ελλάδα θετικά είναι να εκπέμψουμε το σήμα ότι θέλουμε και είμαστε έτοιμοι να τους δεχτούμε. Με λόγο συνεκτικό και πειστικό και με έργα δηλαδή με την υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για να αποκτήσουμε ένα σύγχρονο και ανταγωνιστικό οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον που θα λειτουργεί με σταθερότητα, διαφάνεια και κανόνες δικαίου».