Για δραματικές συνέπειες της φαρμακευτικής πολιτικής πρωτίστως στους ασθενείς και στο δημόσιο σύστημα υγείας προειδοποίησε ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ Πασχάλης Αποστολίδης, ενώ όπως εκτιμά ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων τα νέα μέτρα επιφέρουν εκδίωξη των κλινικών μελετών και αποεπένδυση.
Στο πλαίσιο ενημερωτικής συνάντησης αναφέρθηκε ότι τα νέα μέτρα συνιστούν ακραία οπισθοδρόμηση, όπως είπε, καθώς «ακυρώνουν την απρόσκοπτη πρόσβαση των Ελλήνων ασθενών στις αναγκαίες γι’ αυτούς θεραπείες και τους μετατρέπουν σε Ευρωπαίους πολίτες μειωμένων δικαιωμάτων και προσδοκιών», και ουσιαστικά αποτρέπουν τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις να επενδύσουν σε κλινικές μελέτες στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων και Συνδέσμων (EFPIA), κάθε χρόνο επενδύονται διεθνώς περισσότερα από 75 δισ. ευρώ και πανευρωπαϊκά περισσότερα από 30 δισ. ευρώ στη φαρμακευτική έρευνα.
Χώρες αντίστοιχες της Ελλάδας, προσελκύουν πολύ μεγαλύτερο κομμάτι των κλινικών μελετών , όπως το Βέλγιο, με περίπου 2,5 δισ. ευρώ, καλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο σχεδόν το 50% των αναγκών των πολιτών σε φάρμακα. Στη χώρα μας επενδύονται λιγότερα από 80 εκ. ευρώ, (εκ των οποίων 20% (16 εκατ. ευρώ) αποδίδεται στο Ελληνικό Δημόσιο, 15% (12 εκατ. ευρώ) στα συμμετέχοντα Νοσοκομεία, 5% (4 εκατ. ευρώ) και στους φορείς οικονομικής διαχείρισης ΕΛΚΕΑ/ΕΛΚΕ), καλύπτοντας μόνο το 4% των φαρμακευτικών αναγκών.
Ο αντιπρόεδρος του ΣΦΕΕ, Σπύρος Φιλιώτης, σημείωσε ότι «οι Κλινικές Μελέτες αποτελούν μία μεγάλη ευκαιρία, η οποία παραμένει ανεκμετάλλευτη. Η χώρα πληροί όλες εκείνες τις προϋποθέσεις για να προσελκύσει τις επενδύσεις που δικαιούται σε κλινική έρευνα και να τις τριπλασιάσει σε βάθος τριετίας, φτάνοντας μέχρι και τα 250 εκ. ευρώ το χρόνο. Τα οφέλη είναι πολλά, ιδίως για τους ασθενείς, που συμμετέχουν, οι οποίοι λαμβάνουν δωρεάν φάρμακα και έχουν άμεση κι εντατική ιατρική παρακολούθηση».
Όμως όπως τόνισε, προϋπόθεση για όλα τα παραπάνω, είναι ο εξορθολογισμός και η βελτιστοποίηση του θεσμικού πλαισίου, η αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας, η ίδρυση μιας Ειδικής Γραμματείας Κλινικών Μελετών στο Υπουργείο Υγείας – για την επιτάχυνση των σχετικών ζητημάτων-, η ουσιαστική ενίσχυση της Εθνικής Επιτροπής Δεοντολογίας του ΕΟΦ καθώς και ο εκσυγχρονισμός του νομικού πλαισίου για την ικανοποιητική αποζημίωση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού που απασχολείται.
Οι ειδικοί τόνισαν ότι ο χρόνος υπογραφής μιας σύμβασης είναι υπερδιπλάσιος από τον προβλεπόμενο. Στο Βέλγιο ο χρόνος έγκρισης ή απόρριψης του αιτήματος για μια κλινική μελέτη είναι περίπου 15 με 30 μέρες, ενώ στην Ελλάδα, η διαδικασία μπορεί να κρατήσει και 6 μήνες, γεγονός που συνεπάγεται μεγάλες καθυστερήσεις στην έναρξη των Κλινικών Δοκιμών, μειωμένο συνολικό χρόνο ένταξης συμμετεχόντων ασθενών στην κλινική δοκιμή, απώλεια ανταγωνιστικότητας και αξιοπιστίας, κίνδυνο μη επιλογής της χώρας σε μελλοντικές Κλινικές μελέτες και συνεπώς, εμπόδια στην πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες και φάρμακα.
Πηγή: ΑΜΠΕ