Το γερμανικό Δημόσιο «κολυμπάει» στο χρήμα. Το 2016 η κεντρική κυβέρνηση της Γερμανίας, τα ομόσπονδα κρατίδια, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και τα ασφαλιστικά ταμεία είχαν συνολικά έσοδα που ξεπέρασαν τις δαπάνες τους, κατά σχεδόν 24 δισ. ευρώ.
Μεγάλος ο πειρασμός για… αξιοποίηση του κουμπαρά και μάλιστα σε εκλογική χρονιά. Ωστόσο, η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ, με διπλωματικό τρόπο, επιχειρεί να βάλει φρένο στις ορέξεις που έχουν εκδηλώσει ουκ ολίγοι ενδιαφερόμενοι: «Δεν ανησυχώ καθόλου μήπως τυχόν δεν ξέρουμε τι θα κάνουμε με αυτά τα χρήματα που ίσως υπάρχουν» δήλωσε πρόσφατα.
Υπάρχουν όμως, ουσιαστικά περιθώρια για μία δημοσιονομική στροφή του Βερολίνου σε υψηλότερες κρατικές επενδύσεις, για παράδειγμα στις υποδομές και στη δημόσια υγεία; Ή τουλάχιστον για κάποιες φοροαπαλλαγές, που θα ανακουφίσουν τους πολίτες; Στην παρούσα φάση, το σίγουρο είναι ότι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης βγαίνει κερδισμένη από τη θετική εικόνα στην αγορά εργασίας και τους θετικούς δείκτες ανάπτυξης. Τα υψηλότερα έσοδα από τη φορολογία και τις ασφαλιστικές εισφορές γεμίζουν τα κρατικά ταμεία, παρά το συνεχώς αυξανόμενο κόστος για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης.
Κέρδη από την παρέμβαση της ΕΚΤ
Πρόσθετη ανακούφιση προσφέρει στη γερμανική οικονομία η «χαλαρή» νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Λόγω των χαμηλών επιτοκίων το γερμανικό δημόσιο μπορεί να δανείζεται με πιο ευνοϊκές προϋποθέσεις. Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα οι επενδυτές καλούνται να πληρώσουν κιόλας, όταν τοποθετούν τα χρήματά τους σε κρατικά γερμανικά ομόλογα, τα οποία θεωρούνται σίγουρο καταφύγιο.
Ο Τίμο Βόλμερσχοιζερ, συνεργάτης στο Ινστιτούτο Οικονομικών Μελετών ΙFΟ του Μονάχου, υπολογίζει την εξοικονόμηση του γερμανικού Δημοσίου λόγω χαμηλότερων τοκοχρεολυσίων από το 2010 σε περίπου 20 δισ. ευρώ. Ο ίδιος προτείνει να «επιστραφούν» τα πλεονάσματα στους πολίτες μέσω φοροαπαλλαγών, ιδιαίτερα για τα πιο χαμηλά εισοδήματα. Άλλωστε κατ΄ αυτόν τον τρόπο, η Γερμανία θα μπορούσε να αντισταθμίσει, εν μέρει έστω, τις απώλειες που υφίστανται οι αποταμιευτές λόγω χαμηλών επιτοκίων.
Ο Άντον Μπέρνερ, διευθυντής του Γερμανικού Συνδέσμου Εξωτερικού Εμπορίου (BGA), κάνει μία παρεμφερή πρόταση: Η Γερμανία, υποστηρίζει, πρέπει να παραμείνει ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας και για τον λόγο αυτόν οφείλει να επενδύσει στις δημόσιες υποδομές, σε κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις, αλλά πρωτίστως σε φοροαπαλλαγές για τα νοικοκυριά. Πρόσφατη μελέτη του Ιδρύματος Μπέρτελσμαν επισημαίνει ότι οι αυξημένες δαπάνες για έργα οδοποιίας, σχολεία ή παιδικούς σταθμούς μπορεί να επιβαρύνουν σε πρώτη φάση τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά μακροπρόθεσμα ενισχύουν τους δείκτες ανάπτυξης, ωφελώντας τελικά τη γερμανική οικονομία.
«Με την επενδυτική στασιμότητα που επικρατεί σήμερα, η Γερμανία ουσιαστικά δεν αξιοποιεί το δυναμικό της και θέτει σε κίνδυνο την ευημερία των επόμενων γενεών» προειδοποιεί ο Άαρτ ντε Γκέους, CEO της Μπέρτελσμαν. Επισημαίνει μάλιστα ότι μία βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική δεν μπορεί να εξαντλείται μόνο στον περιορισμό του χρέους, αλλά πρέπει να στοχεύει «και στην αξιοποίηση του αναπτυξιακού δυναμικού της Γερμανίας».
Πολιτική κόντρα για το πλεόνασμα
Στον «μεγάλο συνασπισμό» του Βερολίνου οι απόψεις διίστανται για τις επόμενες κινήσεις: οι σοσιαλδημοκράτες (SPD) θέλουν να χρηματοδοτήσουν περισσότερες δημόσιες επενδύσεις, ενώ οι χριστιανοδημοκράτες της Άγκελα Μέρκελ (CDU) προτιμούν να αξιοποιήσουν το πλεόνασμα για να μειώσουν το δημόσιο χρέος, που φτάνει σήμερα το 1,27 τρισεκατομμύρια ευρώ. Καθώς δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν τα δύο μεγάλα κόμματα που συγκυβερνούν, τα πρώτα 6,2 δισεκατομμύρια πήγαν σε άλλη χρήση και συγκεκριμένα στην αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης.
Ο υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, δεν θέλει να προχωρήσει σε νέο δανεισμό φέτος, ούτε του χρόνου, και επιπλέον προειδοποιεί ότι δεν προτίθεται να κάνει προεκλογικά «δωράκια». Άλλωστε, επισημαίνει, τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται με αργούς ρυθμούς, οι δαπάνες για άμυνα και ανθρωπιστική βοήθεια αναμένεται να αυξηθούν προσεχώς, ενώ η γήρανση του πληθυσμού επιφυλάσσει δυσάρεστες εξελίξεις για τα ασφαλιστικά ταμεία.
Πρόσθετη ανησυχία στην παραδοσιακά εξωστρεφή γερμανική οικονομία προκαλούν οι εξελίξεις εκτός συνόρων. Η προστατευτική πολιτική που φαίνεται να ακολουθεί ο νέος Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, και η επικείμενη έξοδος της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ θα μπορούσαν να επιφέρουν δασμούς και άλλους εμπορικούς φραγμούς με οδυνηρές συνέπειες για το γερμανικό εξαγωγικό εμπόριο.
Τις ανησυχίες του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε φαίνεται να συμμερίζεται και ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας, Γενς Βάιντμαν: η κατάσταση της γερμανικής οικονομίας είναι γενικά καλή, επισημαίνει, αλλά αυτό δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίζει από το γεγονός ότι η χώρα «βρίσκεται μπροστά σε τεράστιες οικονομικές προκλήσεις».