Skip to main content

Θεμιστοκλέους (UBS) στη «Ν»: 4 παράγοντες στήριξης της ελληνικής οικονομίας – Δύσκολο το κυνήγι της επενδυτικής βαθμίδας

Της Νατάσας Στασινού
nstasinou@naftemporiki.gr  

Θετικό μομέντουμ στην ελληνική οικονομία «βλέπει» UBS, υπολογίζοντας την ανάπτυξη στο 8% για το 2021 και στο 5% για φέτος, χάρη και στο στήριγμα του τουρισμού, από τον οποίο αναμένει έσοδα 15 δισ. ευρώ για το 2022.  Μιλώντας στη Ναυτεμπορική ο Θέμης Θεμιστοκλέους, Head, EMEA Investment Office,  προειδοποιεί ωστόσο ότι οι κίνδυνοι από τον αντίκτυπο της πανδημίας, αλλά και των ανατιμήσεων στην ενέργεια, επιμένουν και χτυπάει καμπανάκι για τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων.

Η UBS περιμένει δύο αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ φέτος, τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο, με τον κ. Θεμιστοκλέους να επισημαίνει πάντως ότι ακόμη μεγαλύτερη σημασία για την Ελλάδα θα έχει το πότε ακριβώς θα κλείσει ο γύρος των επανεπενδύσεων του PEPP – που θα είναι από τον Μάρτιο το μόνο στήριγμα της ΕΚΤ για τα ελληνικά ομόλογα. Ο επικεφαλής του Επενδυτικού Γραφείου για την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, εξηγεί επίσης υπό ποιες προϋποθέσεις θα πιάσει η χώρα μας την επενδυτική βαθμίδα μέσα στο 2023, αλλά και τι απαιτείται για να κλείσει το επενδυτικό κενό. «Με τις εκλογές να είναι και πάλι στον ορίζοντα, οι ξένοι επενδυτές θα θελήσουν να δουν συνέχεια, ανεξάρτητα από το ποιος θα είναι στην επόμενη κυβέρνηση» σημειώνει μεταξύ άλλων.

Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη: 

H ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε ταχύτατα το 2021. Ωστόσο τώρα αντιμετωπίζει τη δίδυμη απειλή της πανδημίας και των εκρηκτικών ανατιμήσεων στην ενέργεια. Πού τοποθετείτε τον πήχυ για τους εφετινούς ρυθμούς ανάπτυξης;

Εκτιμούμε ότι η ανάπτυξη του ΑΕΠ ήταν κοντά στο 8% το 2021- ρυθμός σχεδόν διπλάσιος σε σχέση με τις προσδοκίες της αγοράς για 4,5% στις αρχές εκείνου του έτους. Το 2022 ο ρυθμός ανάπτυξης θα μπορούσε να είναι έως και 5% με στήριξη από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, την ανάρρωση της αγοράς εργασίας, την ανάκαμψη του τουρισμού και τη βελτίωση των πιστωτικών συνθηκών.

Πρώτον, η Ελλάδα είναι μεγάλος ωφελημένος του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και της Ε.Ε. Έχει ήδη καταθέσει αίτημα για αποδέσμευση 3,6 δισ. ευρώ στις αρχές Ιανουαρίου και η απόφαση αναμένεται μέσα στους επόμενους δύο μήνες. Εφόσον η έγκριση δοθεί εγκαίρως, τα οφέλη για την οικονομία θα γίνουν πιθανότατα αισθητά κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2022.

Δεύτερον, περιμένουμε περαιτέρω πρόοδο στο μέτωπο της απασχόλησης, ειδικά από τη στιγμή που θα αρθούν τα περιοριστικά μέτρα κατά της Covid-19.

Τρίτον, εκτιμούμε ότι θα έχουμε μία πιο φυσιολογική τουριστική σεζόν με λιγότερους ή και καθόλου ταξιδιωτικούς περιορισμούς, γεγονός που θα οδηγήσει τα τουριστικά έσοδα σε περαιτέρω ανάκαμψη, από τα 10,5 δισ. ευρώ το 2021 στα επίπεδα των 14 -15 δισ. ευρώ. Και πάλι, βεβαίως, θα είναι χαμηλότερα από τα επίπεδα–ρεκόρ των 18 δισ. ευρώ που επιτεύχθηκαν το 2019.

Τέλος, ο τραπεζικός τομέας έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο τα τελευταία χρόνια, τόσο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE), όσο και στην ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης- παράγοντες που συνιστούν βασική προϋπόθεση για την αύξηση των χορηγήσεων δανείων. Κατά το 2021 είδαμε ήδη τις πρώτες ενδείξεις βελτίωσης τόσο στη ζήτηση όσο και στην προσφορά των δανείων. Θα δούμε πιθανότατα πιο ουσιαστική ανάκαμψη τόσο το 2022 όσο και τα επόμενα χρόνια.

Αλλά όπως είπατε, υπάρχουν και σημαντικοί κίνδυνοι. Ο αντίκτυπος της πανδημίας ίσως να συνεχιστεί, πιέζοντας τη ζήτηση, ειδικά στις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού. Ωστόσο σε αυτό το στάδιο περιμένουμε ο αντίκτυπος να περιοριστεί στο πρώτο τρίμηνο και αξίζει να επισημάνουμε ότι οι οικονομίες γενικά έχουν μάθει να αντεπεξέρχονται στην πανδημία πολύ καλύτερα.

Ο κίνδυνος από τις επίμονα υψηλές τιμές ενέργειας είναι διττός: μπορεί να περιορίσει τις προαιρετικές δαπάνες και μπορεί να οδηγήσει σε κρατικές επιδοτήσεις – χρήματα, που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν σε διαφορετικές, πιο παραγωγικές επενδύσεις. Περιμένουμε οι τιμές του πετρελαίου να κινηθούν από 90 έως 100 δολάρια το βαρέλι το 2022, επομένως είναι βέβαιος ότι θα υπάρξει κάποιος αντίκτυπος στην οικονομία.

Σε γενικές γραμμές βλέπουμε θετικά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και περιμένουμε η ανάπτυξη να είναι αρκετά πάνω της τάσης, με το θετικό momentum να συνεχίζεται και το 2023.

Η Κριστίν Λαγκάρντ παραδέχθηκε πρόσφατα ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη κινείται σε υψηλότερα του αναμενομένου επίπεδα. Οι αγορές αναμένουν έτσι τουλάχιστον δύο αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ μέσα στο 2022. Πόσο σύντομα πιστεύετε ότι θα δούμε τα επιτόκια να αυξάνονται;

Περιμένουμε και εμείς, όπως η αγορά, δύο αυξήσεις επιτοκίων φέτος (τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο) και ακόμη τρεις την επόμενη χρονιά μετά τα πολύ «γερακίσια» σχόλια της ΕΚΤ. Ο πληθωρισμός εκπλήσσει με την άνοδό του και είναι πιθανόν οι επόμενες προβλέψεις της ΕΚΤ (τον Μάρτιο) να δείξουν ότι θα παραμείνει πάνω από το 2% έως και τα τέλη της επόμενης χρονιάς. Μία τέτοια πρόβλεψη θα ικανοποιούσε τον όρο της ΕΚΤ για αύξηση των επιτοκίων. Περιμένουμε επίσης το PEPP να λήξει τον Μάρτιο και το APP να μειωθεί σταδιακά στο μηδέν έως τα τέλη Αυγούστου. Ωστόσο με τις αποδόσεις των ομολόγων να κινούνται υψηλότερα και τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες να είναι πιο σφιχτές, η ΕΚΤ ίσως να αποφασίσει να καθυστερήσει την πρώτη αύξηση για αργότερα μέσα στο έτος – ειδικά εάν δεν υπάρχουν ακόμη ουσιαστικές ενδείξεις αύξησης των μισθών και εφόσον ο πληθωρισμός δώσει δείγματα αποκλιμάκωσης.

Για την Ελλάδα ο τερματισμός του PEPP τον Μάρτιο ίσως να είναι ακόμη πιο σημαντικός από το τι θα συμβεί με τα επιτόκια. Τα ελληνικά ομόλογα είναι επιλέξιμα στο PEPP αλλά όχι στο APP. Η ΕΚΤ επιβεβαίωσε τον Δεκέμβριo ότι θα χρησιμοποιήσει τις επανεπενδύσεις του PEPP για να στηρίξει τα ελληνικά ομόλογα, αλλά εάν επιταχυνθεί το tapering (μείωση των αγορών ομολόγων), ίσως και οι επανεπενδύσεις να λήξουν νωρίτερα, αφαιρώντας ένα βασικό στήριγμα των ελληνικών ομολόγων και οδηγώντας σε διεύρυνση των spreads. Ίσως να βλέπουμε ήδη ορισμένες από τις ανησυχίες να αντανακλώνται στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων που εκτινάχθηκαν από κάτω του 1,5% τον Ιανουάριο σε 2,5% πρόσφατα.  Η πρόεδρος Λαγκάρντ επαναβεβαίωσε προ ημερών ότι η ΕΚΤ «θα χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε εργαλείο για να διασφαλίσει ότι η νομισματική πολιτική μας θα μεταδίδεται κατάλληλα ανά την Ευρωζώνη, σε όλα τα κράτη – μέλη».  Αλλά η αγορά ίσως να θελήσει να δει απτή απόδειξη τέτοιων δράσεων.

Τα ελληνικά ομόλογα παραμένουν σε καθεστώς junk. Τι θα πρέπει να κάνει η χώρα για να πιάσει την επενδυτική βαθμίδα και πόσο σύντομα μπορεί να φτάσει εκεί;

Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας κορυφώθηκε το 2020 σε πάνω από 210% του ΑΕΠ. Παρά τα περαιτέρω, υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα το 2021, το rebound στην οικονομική ανάπτυξη και ο υψηλότερος του αναμενομένου πληθωρισμός βοήθησαν ώστε να μειωθεί η αναλογία του χρέους κοντά στο 200% του ΑΕΠ. Περαιτέρω πρόοδος από εδώ και πέρα θα απαιτήσει ένα αισθητά χαμηλότερο έλλειμμα το 2022 και επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023 και έπειτα.

Οι οίκοι αξιολόγησης θα θελήσουν πιθανότατα να δουν δημοσιονομική πειθαρχία και μία πορεία προς βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα. Επιπλέον η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και η ταχύτητα της αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης ώστε να στηριχθεί η οικονομία θα ληφθούν επίσης σημαντικά υπόψη.

Πιστεύουμε ότι η επιστροφή σε προ πανδημίας επίπεδα του χρέους κοντά στο 185% του ΑΕΠ και η περαιτέρω μείωση στη συνέχεια θα είναι εφικτά από το 2024 (στην καλύτερη περίπτωση στα τέλη του 2023).  Υπό τις συνθήκες αυτές θα μπορούσαμε να δούμε έναν από τους οίκους αξιολόγησης να αναβαθμίζει την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα το 2023, αλλά για να πετύχει κάτι τέτοιο από τουλάχιστον δυο από τους τέσσερις μεγάλους οίκους αξιολόγησης, ώστε να συμπεριληφθεί στους βασικούς ομολογιακούς δείκτες, θα είναι πιο πιθανό να το πράξει το 2024 ή και αργότερα, ανάλογα και με την πρόοδο που θα έχει σημειωθεί κατά την περίοδο αυτή.

Βέβαια το αποτέλεσμα είναι μόνο εν μέρει στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης, υπό την έννοια ότι η πανδημία και άλλοι εξωτερικοί κίνδυνοι θα μπορούσαν να βαρύνουν στην πρόοδο. Σε ένα ήπιο οικονομικό περιβάλλον η τάση θα μπορούσε να εξελιχθεί όπως περιγράφεται παραπάνω. Οι όποιες θετικές εκπλήξεις θα μπορούσαν να φέρουν πιο κοντά τον στόχο κατά ένα εξάμηνο περίπου, ενώ ενδεχόμενα δυσμενή οικονομικά σενάρια θα μπορούσαν να τον αναβάλλουν κατά χρόνια.

Πώς αποτιμάτε τις εξελίξεις στον ελληνικό τραπεζικό τομέα; 

 Ο κλάδος κατέγραψε σημαντική πρόοδο τα τελευταία δύο χρόνια, ειδικά το 2021. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες μειώθηκαν από περίπου 50% στν κορύφωσή τους σε περίπου 16% τον περασμένο Σεπτέμβριο, μέσω συνδυασμού τιτλοποιήσεων και πωλήσεων χαρτοφυλακίων. Και η πλειονότητα των συστημικών τραπεζών πιθανότατα θα οδηγήσει τον δείκτη κάτω από το 10% έως τα τέλη του τρέχοντος έτους ή και ακόμη νωρίτερα. Επιπλέον ύστερα από μία σειρά μέτρων οι ισολογισμοί έχουν εξυγιανθεί και ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας CET1 είναι μεγαλύτερος του 10% για τις περισσότερες τράπεζες- κάτι που θα τους επιτρέψει να χορηγήσουν δάνεια. Ήδη είχαμε τις πρώτες ενδείξεις το 2021.

Ένα επίμονο αγκάθι για την ελληνική οικονομία είναι το λεγόμενο «επενδυτικό κενό». Πώς θα μπορούσαμε να προσελκύσουμε περισσότερες επενδύσεις από το εξωτερικό;

Αρχίσαμε να βλέπουμε τις πρώτες ενδείξεις ανάκαμψης των ξένων επενδύσεων κατά το 2021. Οι ξένοι επενδυτές ζητούν διευκόλυνση του επιχειρείν, σιγουριά, συνέχεια και ελκυστικές οικονομικές συνθήκες. Η Ελλάδα έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένων τομέων όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, η ψηφιοποίηση και η απλοποίηση της διαδικασίας αδειοδότησης των επενδύσεων. Οι μεταρρυθμίσεις είναι σε εξέλιξη και περαιτέρω ουσιαστική πρόοδος θα βοηθούσε. Ισχυρότερες οικονομικές προοπτικές θα μπορούσαν επίσης να προσελκύσουν τους ξένους επενδυτές και όπως είπαμε αυτές τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα είναι πολλά υποσχόμενες. Ωστόσο με τις εκλογές να είναι και πάλι στον ορίζοντα, οι ξένοι επενδυτές θα θελήσουν να δουν συνέχεια, ανεξάρτητα από το ποιος θα είναι στην επόμενη κυβέρνηση. Σε γενικές γραμμές θα περίμενα μία ανάκαμψη των επενδύσεων φέτος και τα επόμενα χρόνια, αλλά η Ελλάδα έχει μακρύ δρόμο ακόμη μπροστά της προκειμένου να «φτάσει» τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και να κλείσει το επενδυτικό κενό. Σε ποιο βαθμό θα επιτευχθεί αυτό θα εξαρτηθεί από τους παράγοντες που προανέφερα.