Skip to main content

Στα 10 έτη η παραγραφή μεγάλης φοροδιαφυγής

Απόφαση της ΔΕΔ για 5ετή παράταση σε υποθέσεις όπου διαπιστώνεται ποινικά κολάσιμη πράξη

Δεκαετής περίοδος παραγραφής ισχύει για όλες τις φορολογικές υποθέσεις των ετών 2012-2017 στις οποίες διαπιστώνεται μέσω ελέγχων ποινικά κολάσιμη φοροδιαφυγή ύψους μεγαλύτερου των 100.000 ευρώ στον φόρο εισοδήματος και των 50.000 ευρώ στον ΦΠΑ.

Ουσιαστικά, για τις υποθέσεις αυτές η κανονική πενταετής προθεσμία παραγραφής, η οποία «τρέχει» από τη λήξη του έτους εντός του οποίου υποβλήθηκαν οι σχετικές φορολογικές δηλώσεις, παρατείνεται για άλλα πέντε έτη. Η παράταση της περιόδου παραγραφής από 5ετή σε 10ετή ισχύει ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η μεγάλου ύψους φοροδιαφυγή διαπιστώνεται μετά τη λήξη της 5ετούς κανονικής περιόδου παραγραφής, με άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών, επεξεργασία των στοιχείων για τις πραγματοποιηθείσες καταθέσεις και αναλήψεις και διασταύρωσή τους με τα δεδομένα των υποβληθεισών φορολογικών δηλώσεων.

Δηλαδή, στις περιπτώσεις αυτές, οι ελεγχόμενες υποθέσεις δεν θεωρούνται παραγραφείσες έστω κι αν οι έλεγχοι στις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών των φορολογουμένων διενεργήθηκαν μετά τη λήξη της κανονικής πενταετούς περιόδου παραγραφής. Τα δεδομένα των τραπεζικών λογαριασμών στις περιπτώσεις αυτές δεν θεωρούνται συμπληρωματικά στοιχεία που όφειλε να διερευνήσει η Φορολογική Διοίκηση πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου παραγραφής, αλλά στοιχεία αποδεικτικά της διάπραξης μεγάλου ύψους φοροδιαφυγής και, ως εκ τούτου, ικανά να προκαλέσουν παράταση της περιόδου παραγραφής κατά μία ακόμη πενταετία.

Η υπόθεση

Η εφαρμογή αυτού του νομικά ισχυρού κανόνα -με τον οποίο παρακάμπτεται ο ισχυρισμός ότι εφόσον το άνοιγμα και η έρευνα των τραπεζικών λογαριασμών έγινε μετά τη λήξη της πενταετούς κανονικής περιόδου παραγραφής, η υπόθεση είχε ήδη παραγραφεί και οι εκδοθείσες και κοινοποιηθείσες πράξεις καταλογισμού φόρων και προστίμων είναι άκυρες- έλαβε χώρα πρόσφατα στην περίπτωση ενός φορολογούμενου στον οποίο κατά τη διάρκεια του 2023 η Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος και εν συνεχεία το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ) διενήργησε φορολογικό έλεγχο της χρήσης του έτους 2012.

Ο έλεγχος διενεργήθηκε κατόπιν παραγγελίας του οικονομικού εισαγγελέα εκδοθείσας από το 2016. Στη διάρκεια του ελέγχου και προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα ποσά που δηλώθηκαν με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος συμφωνούν με τα ποσά που πιστώνονταν στους τραπεζικούς λογαριασμούς, με μοναδικό δικαιούχο ή συνδικαιούχο τον ίδιο, κρίθηκε σκόπιμη η άντληση των τραπεζικών δεδομένων από το «Ειδικό Λογισμικό Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας (ΕΛΑΕΠΠ)», για το οικονομικό έτος 2013 (χρήση 2012).

Από τη διαδικασία αυτή εντοπίστηκε ένα ποσό συνολικού ύψους 6.335.333,59 ευρώ το οποίο είχε πιστωθεί σωρευτικά το 2012 στους τραπεζικούς λογαριασμούς του φορολογούμενου, αλλά δεν δικαιολογείτο από τα εισοδήματα που είχε αναγράψει στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος την οποία υπέβαλε για το έτος 2012. Το ποσό αυτό θεωρήθηκε από τους ελεγκτές «προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από άγνωστη πηγή» και, βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, φορολογήθηκε με συντελεστή 33%.

Συνέπεια ήταν να καταλογιστεί στον φορολογούμενο μη καταβληθείς φόρος εισοδήματος ύψους 2.743.956,25 ευρώ. Επιπλέον, στον φορολογούμενο καταλογίστηκε μη καταβληθείσα ειδική εισφορά αλληλεγγύης ύψους 245.087,08 ευρώ, ενώ επειδή η φορολογική δήλωση θεωρήθηκε ανακριβής βεβαιώθηκαν επίσης πρόσθετος φόρος και πρόστιμο ύψους 3.292.747,51 ευρώ. Συνολικά, δηλαδή, επιβλήθηκαν στον ελεγχθέντα φορολογούμενο φόροι, πρόσθετοι και πρόστιμο ύψους 6.281.790,84 ευρώ. Το ποσό αυτό ανέρχεται σχεδόν στο ίδιο ύψος με το θεωρηθέν ως αποκρυβέν ποσό εισοδήματος.

Η οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, με την οποία καταλογίστηκε το παραπάνω ποσό, εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε στον φορολογούμενο από το ΚΕΦΟΜΕΠ το φθινόπωρο του έτους 2023 και αφορούσε, όπως προαναφέραμε, τη χρήση του έτους 2012. Εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε δηλαδή λίγους μήνες πριν από τη λήξη της 10ετούς περιόδου παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για καταλογισμό πρόσθετων φόρων και προστίμων.

Προσφυγή

Ο φορολογούμενος άσκησε στις 30/11/2023, ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), ενδικοφανή προσφυγή με την οποία ζήτησε την ακύρωση της παραπάνω οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι το δικαίωμα του Δημοσίου για έλεγχο και καταλογισμό φόρου εισοδήματος στη χρήση του 2012 είχε παραγραφεί το 2023, σύμφωνα με την υπάρχουσα νομολογία και τις αποφάσεις Διοικητικών Δικαστηρίων, που έχουν κρίνει ότι για την υπόθεσή του ισχύει ο κανόνας της πενταετούς περιόδου παραγραφής αυτού του δικαιώματος. Ισχυρίστηκε δηλαδή ότι το παραπάνω δικαίωμα του Δημοσίου είχε παραγραφεί ήδη στις 31-12-2018.

Το αιτιολογικό της ΔΕΔ

Η ΔΕΔ με την υπ’ αριθμόν 741/20-3-2024 απόφασή της απέρριψε τον ισχυρισμό του φορολογούμενου και εν τέλει την προσφυγή του, κυρώνοντας την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου με την οποία καταλογίστηκαν στον ελεγχθέντα φόροι και πρόστιμο συνολικού ύψους 6,28 εκατ. ευρώ βασιζόμενη στο ακόλουθο σκεπτικό-αιτιολογικό:

  1. Η κανονική περίοδος της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να καταλογίσει φόρους και πρόστιμα είναι η πενταετία από τη λήξη του έτους υποχρέωσης υποβολής της σχετικής φορολογικής δήλωσης.
  2. Σύμφωνα με την παράγραφο 27α του άρθρου 66 του ν. 4646/2019 και την υπ’ αριθμόν Ε.2057/25-9-2023 σχετική διευκρινιστική εγκύκλιο της ΑΑΔΕ, για χρήσεις 2012 και 2013 και τα φορολογικά έτη 2014-2017, πράξεις προσδιορισμού φόρου μπορούν να εκδοθούν εντός δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης, για περιπτώσεις φοροδιαφυγής, κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, δηλαδή για περιπτώσεις αποφυγής καταβολής ποσών φόρου εισοδήματος συνολικού ύψους άνω των 100.000 ευρώ και ποσών ΦΠΑ συνολικού ύψους άνω των 50.000 ευρώ, που θεωρούνται περιπτώσεις ποινικά κολάσιμης φοροδιαφυγής.
  3. Συνεπώς, για πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση οποιασδήποτε Υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης και αφορούν φοροδιαφυγή, πράξεις προσδιορισμού φόρου εκδίδονται μόνο εφόσον πρόκειται για ποσά φόρων που υπερβαίνουν τα τιθέμενα στην παρ. 3 του άρθρου 66 όρια. Στην περίπτωση που οι πληροφορίες περί φοροδιαφυγής περιέλθουν σε γνώση οποιασδήποτε υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης μετά τη λήξη της κανονικής πενταετούς περιόδου παραγραφής, οι πράξεις προσδιορισμού φόρου και επιβολής προστίμου εκδίδονται αποκλειστικά για τη φορολογητέα ύλη που προκύπτει από τις πληροφορίες αυτές και για το έτος στο οποίο αφορούν