Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
Η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών εργοδοτών – εργαζομένων, μαζί με την αύξηση των εισφορών για τον κλάδο ασφάλισης που ήδη ισχύει αναδεικνύονται ως τα βασικά οικονομικά ισοδύναμα για να αποτραπούν οι νέες μειώσεις στις κύριες συντάξεις.
Αυτή η εκδοχή ενισχύεται ακόμη περισσότερο μετά και τη χθεσινή δήλωση του υπουργού Εργασίας, Γιώργου Κατρούγκαλου, ο οποίος απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου δήλωσε ότι «οι κύριες συντάξεις δεν μπορεί να μειωθούν άλλο. Αυτό είναι πράγματι εθνική ανάγκη, όχι μόνο εθνική γραμμή».
Η δήλωση του κ. Κατρούγκαλου προκαλεί εύλογα ερωτήματα για την τελική στάση που θα τηρήσουν οι εκπρόσωποι των πιστωτών στο θέμα αυτό, καθώς μόλις προχθές ο εκπρόσωπος της ομάδας των δανειστών μας από πλευράς Ευρωπαϊκής Ενωσης, Ντέκλαν Κοστέλο, εξέφρασε ισχυρές ενστάσεις στο ενδεχόμενο αύξησης των εργοδοτικών εισφορών.
Ο κ. Κοστέλο επεσήμανε ότι η αύξηση των εργοδοτικών εισφορών δεν θα βοηθήσει στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης.
Ωστόσο, ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ενωσης επεσήμανε πως οι εκπρόσωποι των θεσμών δεν έχουν «κόκκινες γραμμές» στη διαπραγμάτευση με την ελληνική κυβέρνηση και θα κρίνουν στο σύνολό της την πρόταση του υπουργείου Εργασίας για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση.
Υψηλόβαθμα στελέχη του υπουργείου Εργασίας εκτιμούν ότι αυτός είναι ο βασικός λόγος που ο κ. Κατρούγκαλος επιμένει σταθερά στην πρότασή του για αύξηση των εισφορών με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα εφαρμογής, η διάρκεια του οποίου θα εξαρτηθεί και θα συνδεθεί από την πορεία ανάκαμψης της οικονομίας και τη μείωση της ανεργίας.
Όπως τονίζουν τα ίδια στελέχη, ο υπουργός Εργασίας θα επιμείνει μέχρι τέλους σε αυτή τη διαπραγματευτική «κόκκινη γραμμή» προκειμένου να αποφευχθούν νέες επώδυνες μειώσεις στις κύριες συντάξεις.
Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο όλη η πρόταση της κυβέρνησης για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος θα συνδέεται οργανικά με τη ρήτρα ανάπτυξης της οικονομίας.
Βασική επιδίωξη του υπουργείου Εργασίας στην τελική πρόταση για το ασφαλιστικό είναι να καλυφθεί η μνημονιακή υποχρέωση για περιστολή της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 1% του ΑΕΠ (1,8 δισ. ευρώ) μέσα στο 2016 από παραμετρικές αλλαγές στο ασφαλιστικό, με στόχο να ελαχιστοποιηθούν όλα τα ενδεχόμενα μείωσης των συντάξεων μέσα στο 2016.
Στελέχη του υπουργείου Εργασίας έχουν αποτυπώσει σε συγκεκριμένους αριθμούς αυτές τις αλλαγές και εκτιμούν ότι η μείωση της δαπάνης κατά 1,8 δισ. ευρώ μπορεί να καλυφθεί μέσα στην επόμενη χρονιά ως εξής:
α) 900 εκατ. ευρώ από αύξηση εισφορών του κλάδου υγείας σε κύριες και επικουρικές συντάξεις, που ήδη έχει γίνει, καθώς και από την πρόσφατη αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης.
β) 150 εκατ. ευρώ ετησίως από την αξιοποίηση της παρακράτησης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης που σήμερα καταλήγει στο Αμοιβαίο Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ).
γ) 350 εκατ. ευρώ από αύξηση εισφορών των εργοδοτών κατά 1% για τον κλάδο κύριας σύνταξης και κατά 0,5% (εργοδοτών) + 0,5% (εργαζομένων) για κλάδο επικουρικής σύνταξης.
δ) τα υπόλοιπα 500 εκατ. ευρώ, δηλαδή περίπου 41,6 εκατ. ευρώ μηνιαίως, εκτιμάται ότι μπορούν να εξοικονομηθούν από περικοπές σε συντάξεις άνω των 1.500 ευρώ, σε τριπλές και τετραπλές συντάξεις, σε επικουρικές συντάξεις, εφάπαξ, μερίσματα του Δημοσίου, καθώς και από το δημοσιονομικό όφελος που θα προκύψει από τις ενοποιήσεις των κλάδων κύριας και επικουρικής ασφάλισης.
Προς φτώχεια συνταξιούχων
Μπορεί οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις να έχουν καταστήσει τα συνταξιοδοτικά συστήματα πιο βιώσιμα από χρηματοδοτικής άποψης και οι συνταξιούχοι να έχουν υψηλότερα επίπεδα διαβίωσης από το παρελθόν, όμως οι μελλοντικές γενιές θα δουν πιθανόν τις συνταξιοδοτικές παροχές τους να είναι πολύ λιγότερο γενναιόδωρες από τις σημερινές και πολλοί μπορεί να αντιμετωπίσουν τον σοβαρό κίνδυνο της φτώχειας των συνταξιούχων, αναφέρει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) σε έκθεσή του (Pensions at a Glance 2015).
Τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης έχουν αυξηθεί σημαντικά, με τη σύνταξη στα 67 να αντικαθιστά τη σύνταξη στα 65 σε πολλές χώρες, ενώ αρκετές χώρες σχεδιάζουν να αυξήσουν το όριο στα 70, σημειώνει η έκθεση.
Ειδικά στην Ελλάδα, τα εισοδήματα των Ελλήνων ηλικίας άνω των 65 ετών αντιστοιχούσαν το 2014 στο 98% των μέσων εισοδημάτων, ποσοστό που είναι το τρίτο υψηλότερο μεταξύ των χωρών του οργανισμού, μετά το Λουξεμβούργο (106%) και τη Γαλλία (100%) και έναντι 87% που ήταν ο μέσος όρος.
Το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων όσων έχουν χαμηλές αποδοχές στην Ελλάδα ανερχόταν πέρυσι στο 66,8%, ενώ στον ΟΟΣΑ κυμαίνεται από 35,5% έως 103,2%.
Οι δαπάνες για τις δημόσιες συντάξεις ανερχόταν στο 14,5% του ΑΕΠ στην Ελλάδα έναντι 7,9% κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ.
Οι μέσες αποδοχές των Ελλήνων εργαζομένων είναι σημαντικά χαμηλότερες σε σχέση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (20.168 ευρώ έναντι 33.036 ευρώ στον ΟΟΣΑ).