Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Ικανοποίηση για την εμφάνιση θετικού προσήμου στο ΑΕΠ για έκτο διαδοχικό τρίμηνο, αλλά και προβληματισμό για τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώθηκε η αύξηση κατά 2,2% προκαλούν οι χθεσινές ανακοινώσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για την πορεία της οικονομίας στο διάστημα Ιουλίου-Σεπτεμβρίου.
Οι επενδύσεις υποχώρησαν αισθητά σε σχέση με το περσινό τρίτο τρίμηνο, ενώ αρνητικό πρόσημο αποτυπώθηκε και στην κατανάλωση, κυρίως λόγω της συγκράτησης δαπανών των φορέων γενικής κυβέρνησης.
Οι εξαγωγές ενισχύθηκαν αισθητά, αλλά το ισοζύγιο εξαγωγών-εισαγωγών ήταν αρνητικό λόγω της πολύ μεγάλης αύξησης των εισαγωγών. Έτσι, το +2,2% στο ΑΕΠ προήλθε από την αύξηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών κυρίως λόγω της εντυπωσιακής αύξησης των αποθεμάτων σε σχέση με το 3ο τρίμηνο του 2017, περίοδο κατά την οποία η μεταβολή των αποθεμάτων ήταν έντονα αρνητική.
Οι ετήσιες μεταβολές των επιμέρους στοιχείων που συνθέτουν το ΑΕΠ διαμορφώνονται ως εξής:
1. Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη παρουσίασε μείωση 0,3% σε σχέση με το 3ο τρίμηνο του 2017. Στα νοικοκυριά, η κατανάλωση ήταν αυξημένη κατά 0,7%, αλλά η μείωση της δαπάνης των φορέων της γενικής κυβέρνησης ήταν σημαντική (4,1%) και επηρέασε τη συνολική εικόνα.
2. Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (σ.σ.: είναι το μέγεθος που αποτυπώνει την πορεία των επενδύσεων) κατέγραψαν πτώση της τάξεως του 23,2% συγκριτικά με το 3ο τρίμηνο του 2017.
3. Ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου -ο οποίος εκτός από τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου περιλαμβάνει και τη μεταβολή των αποθεμάτων- κινήθηκε έντονα ανοδικά, με το ποσοστό αύξησης να φτάνει στο 42,2%.
4. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 7,6% σε σχέση με την περίοδο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2017. Η θετική μεταβολή ήταν μοιρασμένη, καθώς οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 7,9%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 8%.
5. Αύξηση 15% σε σχέση με το 3ο τρίμηνο του 2017 παρουσίασαν οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, με τις εισαγωγές αγαθών να εμφανίζονται αυξημένες σε ποσοστό 15% και τις εισαγωγές υπηρεσιών να αυξάνονται κατά 16%.
Η Ελληνική Στατιστική Αρχή προχώρησε στην αναθεώρηση των εκτιμήσεων για την πορεία του ΑΕΠ για όλη την περίοδο από το 1ο τρίμηνο του 2015 μέχρι και το 2ο τρίμηνο του 2018, καθώς εξασφαλίστηκαν νεότερα στοιχεία -κυρίως βραχυχρόνιων δεικτών- για τους φορείς της γενικής κυβέρνησης. Αναφέρεται, ωστόσο, ότι τα αναθεωρημένα στοιχεία του ισοζυγίου πληρωμών σχετικά με τις θαλάσσιες μεταφορές θα ενσωματωθούν στους εθνικούς λογαριασμούς τον Σεπτέμβριο του 2019. Με την προσθήκη των νεότερων στοιχείων αποτυπώθηκαν οι ακόλουθες μεταβολές στα στοιχεία του 1ου και του 2ου τριμήνου της φετινής χρονιάς:
1. Το ΑΕΠ του β’ τριμήνου εμφανίζεται αυξημένο κατά 1,7% και όχι κατά 1,8% όπως είχε εκτιμηθεί τον Σεπτέμβριο, ενώ για το πρώτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς το ποσοστό μεταβολής παρέμεινε αμετάβλητο στο +2,5%.
2. Η τελική καταναλωτική δαπάνη εμφανίζεται αυξημένη κατά 0,6% στο β’ τρίμηνο, δηλαδή χαμηλότερα κατά 0,2% σε σχέση με την εκτίμηση για αύξηση 0,8% που είχε γίνει τον Σεπτέμβριο. Στο β’ τρίμηνο του 2018, η κατανάλωση των νοικοκυριών εμφανίζεται τώρα αυξημένη κατά 1,3% αντί για 1% που είχε καταγραφεί τον Σεπτέμβριο, ενώ η κατανάλωση των φορέων της γενικής κυβέρνησης έχει πλέον μείωση της τάξεως του 4,3% έναντι 2% που ήταν η εκτίμηση του Σεπτεμβρίου.
3. Το ποσοστό αύξησης των εξαγωγών για το β’ τρίμηνο «διορθώθηκε» από το 9,4% στο 9,2%, ενώ το ποσοστό αύξησης των εισαγωγών αναπροσαρμόστηκε στο 2,7% από το 4,3% του περασμένου Σεπτεμβρίου.
4. Οι επενδύσεις (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου) είχε εκτιμηθεί τον περασμένο Σεπτέμβριο ότι υποχώρησαν κατά τη διάρκεια του β’ τριμήνου κατά 5,4% (και κατά 10,3% στο πρώτο τρίμηνο). Τώρα, η μείωση του β’ τριμήνου έγινε αύξηση και μάλιστα σε ποσοστό 19,2%, ενώ η μείωση του 10,3% για το πρώτο τρίμηνο διορθώθηκε σε μείωση 8,8%.
Με βάση τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν του 3ου τριμήνου (σε τρέχουσες τιμές) διαμορφώθηκε στα 46,451 δισ. ευρώ έναντι 45,225 δισ. ευρώ στο 3ο τρίμηνο του 2017. Αυτή η αύξηση προήλθε από τις ακόλουθες επιμέρους μεταβολές:
1. Η τελική καταναλωτική δαπάνη διαμορφώθηκε στα 40,324 δισ. ευρώ από 39,831 δισ. ευρώ στο 3ο τρίμηνο του 2017. Η κατανάλωση των νοικοκυριών αυξήθηκε από τα 31,041 δισ. ευρώ στα 31,515 δισ. ευρώ, ενώ η κατανάλωση των φορέων της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε από τα 8,94 δισ. ευρώ στα 8,809 δισ. ευρώ.
2. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ενισχύθηκαν στα 17,216 δισ. ευρώ από 15,248 δισ. ευρώ στο 3ο τρίμηνο του 2017. Η αύξηση όμως στις εισαγωγές (σε απόλυτο αριθμό) ήταν σαφώς μεγαλύτερη. Οι εισαγωγές ανήλθαν στα 18,441 δισ. ευρώ από 14,757 δισ. ευρώ πέρυσι.
Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου (δηλαδή οι επενδύσεις) ανήλθαν στα 6,032 δισ. ευρώ από 7,029 δισ. ευρώ πέρυσι. Ωστόσο, ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου αυξήθηκε στα 7,353 δισ. ευρώ από 4,752 δισ. ευρώ στο 3ο τρίμηνο του 2017 και αυτή η μεταβολή ήταν καθοριστική για τη διαμόρφωση του ΑΕΠ στο +2,2%. Η αιτία της μεγάλης διαφοράς είναι τα αποθέματα. Η μεταβολή τους ήταν θετική στο φετινό 3ο τρίμηνο κατά 1,321 δισ. ευρώ, ενώ στο τρίτο τρίμηνο του 2017 ήταν αρνητική κατά 2,277 δισ. ευρώ.
Αυτό το «φαινόμενο», δηλαδή το θετικό πρόσημο του ΑΕΠ να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στη μεταβολή των αποθεμάτων, μπορεί να το «διαβάσει» κανείς είτε ως αρνητικό (σ.σ.: δεδομένου ότι δεν υπήρξε ανάπτυξη εξαιτίας των επενδύσεων ή της κατανάλωσης ή του ισοζυγίου εξαγωγών-εισαγωγών) είτε ως θετικό, με την έννοια ότι η αύξηση των αποθεμάτων μπορεί να εκληφθεί και ως πιθανή μελλοντική αύξηση της κατανάλωσης ή και των επενδύσεων στο επόμενο χρονικό διάστημα.
Σε κάθε περίπτωση, το +2,2% του 3ου τριμήνου (σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του +1,7% για το β’ τρίμηνο και του +2,5% για το πρώτο τρίμηνο) μετατρέπει σε εξαιρετικά κρίσιμο το τέταρτο και τελευταίο τρίμηνο της χρονιάς. Το ζητούμενο είναι πλέον αν η ανάπτυξη θα κλειδώσει σε επίπεδο έτους στο 2% που έχει θέσει και ως στόχο η κυβέρνηση μέσω του προϋπολογισμού.