Skip to main content

«Καταγωγή ή οι ιστορίες των άλλων»: Από τη χούντα του 1967 στη δεκαετία του 1990

Ένα μυθιστόρημα για τις αποσιωπήσεις της Ιστορίας και το πώς τα τραύματα περνούν από γενιά σε γενιά, για το δέος προς το παρελθόν που μπορεί να γίνει βρόγχος ή εφαλτήριο, για την αναζήτηση της προσωπικής ταυτότητας μέσα από «τις ιστορίες των άλλων».

Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, πολιτικός σχολιαστής της πολιτικής αλλά και της καθημερινής μας ζωής, με πλήθος ανάλογων δημοσιεύσεων και βιβλίων στο ενεργητικό του, ο Νικόλας Σεβαστάκης είναι δοκιμασμένος και στην πεζογραφία.

Στο πρώτο μυθιστόρημά του «Άνθρωπος στη σκιά» (2019), που συνιστά ένα αμιγώς πολιτικό μυθιστόρημα, η πολιτική, και μάλιστα στην οριακή της μορφή, που είναι η τρομοκρατία, ανεβαίνει στην κεντρική σκηνή, ανακαλώντας εκ παραλλήλου ολόκληρο το μεταπολεμικό παρελθόν της Ελλάδας (μια ορισμένη πολιτική εξωστρέφεια ο Σεβαστάκης είχε επιδείξει και στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του «Γυναίκα με ποδήλατο», 2014).

Το δεύτερο μυθιστόρημα του Σεβαστάκη «Καταγωγή ή οι ιστορίες των άλλων», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη, κολυμπά στα νερά της νεότερης πολιτικής ιστορίας και ειδικότερα της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-1974), όπως και στον ελληνικό κόσμο της δεκαετίας του 1990.

Πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα είναι ένας σημερινός πενηντάρης, αλλά η αφήγηση εστιάζει τον φακό της στη δεκαετία του 1990 (με μουσικές, ταινίες και λογοτεχνικά βιβλία της εποχής), όταν ο ίδιος ζει από τα φιλολογικά μαθήματα τα οποία δίνει σε ένα φροντιστήριο. Ο Άρης Χειμωνίτης κάνει μια αθόρυβη καθημερινή ζωή, όντας κάπως ερωτευμένος με ένα κορίτσι, που γρήγορα θα φύγει στη Γερμανία, καθώς και αρκετά απομονωμένος από τους ανθρώπους της γενιάς του, οι οποίοι απολαμβάνουν την οικονομική ασφάλεια και την ξεγνοιασιά μιας ανέφελης Ελλάδας. Αδιάφορος για τον πολιτικό του περίγυρο και αμέτοχος από πεποίθηση στα δημόσια πράγματα, ο Άρης σκαρώνει διηγήματα του φανταστικού και είναι επίδοξος συγγραφέας όταν γνωρίζεται με δυο συνομηλίκους των γονιών του, που τον σπρώχνουν εκόντα άκοντα να βουτήξει το κεφάλι στην ιστορία των διώξεων και των βασανισμών της χούντας, οπότε και η μάνα του, διορθώτρια τυπογραφικών δοκιμίων λογοτεχνίας, υπέστη σοβαρό σωματικό και ψυχικό τραυματισμό.

Η Δέσποινα Μπουζιάνη είναι το πραγματικό πρωταγωνιστικό πρόσωπο του μυθιστορήματος του Σεβαστάκη μια και ο κύκλος τόσο της δράσης όσο και των προσώπων κινείται γύρω της: λόγω της Δέσποινας ο Άρης ξεκινά να διερευνά τα αρχεία των εφημερίδων της δικτατορίας, τη Δέσποινα υπεραγαπά ο άντρας της και πατέρας του, πετυχημένος αρχιτέκτονας, στη Δέσποινα προσβλέπει και ο Οδυσσέας Αγαθάγγελος, ο ένας εκ των δύο πρόσφατων γνωρίμων του γιου της (ο άλλος λατρεύει τα ποιήματα και τους στίχους του Νίκου Γκάτσου). Ο Αγαθάγγελος, όπως αποδεικνύεται, είναι ένας αμετανόητος ακροδεξιός διανοούμενος (το είδος σπανίζει αλλά φύεται δηλητηριωδώς τόσο στα καθ’ ημάς όσο και στην Εσπερία), ο οποίος ως στενός συνεργάτης του χουντικού καθεστώτος γνώριζε από πρώτο χέρι την ιστορία του βασανισμού της Δέσποινας και τη θαύμαζε σε όλη την κατοπινή του ζωή για τη γενναιότητα και την ευψυχία της μολονότι δεν μετατοπίστηκε ποτέ ούτε κατά ένα ιώτα από τις πολιτικές του ιδέες.


Ο Σεβαστάκης έχει δουλέψει αποτελεσματικά με τους χαρακτήρες του – με τον πάντοτε διστακτικό και μαζεμένο Άρη, με τον πατέρα του, στον οποίο μοιάζει βαθμιαία πολύ περισσότερο από όσο καταλαβαίνουμε στην αρχή, με τον ούτως ή άλλως ιδιόρρυθμο Αγαθάγγελο και ιδιαιτέρως με το αμάλγαμα της Δέσποινας: ήσυχη μα και εκρηκτική, επαναστατημένη στα νιάτα της και με μεγάλη πολιτική ωριμότητα τώρα (βλέπει με επιφύλαξη τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008), φανατική με τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, πνιγμένη στο αλκοόλ και στον καπνό, αποστασιοποιημένη μα και αγαπητή μάνα. Με μια διαφορά: μάνα και πατέρας έχουν αποκρύψει συστηματικά από τον γιο τους τα όσα συνέβησαν επί δικτατορίας και ο Άρης μετά από τις αναμενόμενες συγκρούσεις μαζί τους, όταν ανακαλύπτει την απόκρυψη, θα καταφέρει να γράψει το πρώτο έγκριτο διήγημά του, μιλώντας πλαγίως για τα αποσιωπημένα βιώματα της μάνας του και περνώντας στη συγγραφική ενηλικίωσή του, που φέρνει μαζί της και μια ενηλικίωση σε όλα τα επίπεδα.

Με προσεγμένο γράψιμο, με αντιηρωικούς πρωταγωνιστές, με πολλαπλές παράλληλες ξεχωριστές ιστορίες, οργανικά συνδεδεμένες μεταξύ τους, με ευρεία πλην κάθε άλλο παρά χαλαρή συνθετική επιφάνεια, με σωστά υπολογισμένες και κατανεμημένες χρονικές μετακινήσεις από τη δεκαετία του 1990 προς την ιστορία της χούντας και από εκεί προς το παρόν και των ημερών μας, ο Σεβαστάκης δείχνει με ποιον τρόπο το τραύμα των παλαιότερων μεταβιβάζεται στους νεότερους, τροφοδοτημένο εξαρχής και ριζικά πλέον μετασχηματισμένο (θυμάμαι με την ευκαιρία την ομόλογη θεματική της νουβέλας του Ηλία Μαγκλίνη «Η ανάκριση», 2008). Μολονότι δεν μαθαίνουμε πώς η Δέσποινα κατόρθωσε να κερδίσει τον σεβασμό αντιπάλων όπως ο Αγαθάγγελος (είναι μια εμβάθυνση που μοιάζει να λείπει από όλο το μυθιστόρημα), ποιο ακριβώς ήταν το τίμημα του τραύματος (δραματοποίηση πιθανώς αναγκαία για τη στήριξή του ως κομβικού μυθιστορηματικού σημείου), η σύνδεση με τη διάδοχη γενιά και εν κατακλείδι η επούλωση στο πρόσωπο του Άρη εγγράφεται στις κατακτήσεις του Σεβαστάκη. Αναρωτιέμαι μάλιστα μήπως η έλλειψη εμβάθυνσης στο πρωτογενές τραύμα της Δέσποινας οφείλεται στο ότι ο Σεβαστάκης αποφεύγει συνειδητά να το απεικονίσει και να το περιγράψει – ως τόσο επώδυνο ίχνος που είναι σε τελευταία ανάλυση  προτιμότερο να μην αναδυθεί, μένοντας στο ημίφως.  Ένα πολιτικό μυθιστόρημα με ισχυρά στοιχεία ιστορικής μνήμης που κηρύσσει όχι τη λήθη αλλά τον νηφάλιο αναστοχασμό του τραυματικού παρελθόντος.