Η άφιξη δυο μικροκακοποιών είναι που πυροδοτεί το δράμα, αλλά η ταινία μοιάζει να κινείται περισσότερο στο τερέν της μαύρης κωμωδίας. Και είναι μια μαύρη κωμωδία αμιγώς ελληνική, ενίοτε διαβρωτική και εξόχως σαρκαστική, όπως και καλοερμηνευμένη από τους Δημήτρη Λάλο και Άρη Σερβετάλη (ίσως η πρώτη φορά που τον απολαμβάνω στο σινεμά – του πάει και ο ρόλος). Όσο πάμε προς το φινάλε όμως, έχεις έντονη την αίσθηση πως αυτή η ελληνο-σερβο-αλβανική παραγωγή έχει ξεμείνει από καύσιμα. Χρειαζόταν κάτι ίσως πιο έντεχνο, πιο δουλεμένο, για να ανθίσει το επιμύθιο τύπου «μας εκμεταλλεύονται στεγνά κι εμείς φαγωνόμαστε μεταξύ μας».
Δίχως να χάνει την απεύθυνση του, το φιλμ ενδέχεται να μιλήσει και σε ένα μεγαλύτερο κοινό – άλλωστε το στόρι είναι αβανταδόρικο: Μια νεαρή γυναίκα επιστρέφει αναγκαστικά στην Αθήνα λόγω της εύθραυστης κατάστασης υγείας του πατέρα της, τον οποίο και γνωρίζει ουσιαστικά για πρώτη φορά. Κινηματογραφικό κολάζ πολλών επιρροών, με μια εμμονή στη «χαριτωμενιά» και στο quirkness των late 90s (κάτι που κόβει πόντους δραματουργικής δύναμης από την ταινία), η ταινία της Λέντζου διαθέτει παρ’ όλα αυτά στιγμές αληθινής συγκίνησης που ξεπερνούν τα μελοδραματικά κλισέ, έχουν ευθύτητα, και αφήνουν πολλές υποσχέσεις. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε πως πρόκειται μόλις για την πρώτη της ταινία μεγάλου μήκους.