Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Περίπου 110 εταιρείες στον κλάδο τροφίμων και ποτών αποτελούν εν δυνάμει στόχοι εξαγοράς, όπως προκύπτει από τα πορίσματα της μελέτης της PwC Ελλάδας «Βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών: Στα πρόθυρα αλλαγών», ενώ 17 – 20 μεγάλες και ανταγωνιστικές εταιρείες αναμένεται να παίξουν τον ρόλο του consolidator του κλάδου. Όπως σημειώνει η μελέτη, «ο κλάδος τροφίμων και ποτών βρίσκεται κάτω από την πίεση της εξαιρετικά χαμηλής συγκέντρωσης και του μικρού εξαγωγικού δυναμικού, γεγονός που αναμένεται να προκαλέσει κινητικότητα με εξαγορές, συγχωνεύσεις και αναδιαρθρώσεις εταιρειών».
Υπό το πρίσμα αυτό η PwC Ελλάδας εκτιμά ότι ένα μικρό υποσύνολο, περίπου 17- 20 εταιρειών, αναγνωρίζεται ως consolidators και περίπου 110 εταιρείες θα μπορούσαν να αποτελέσουν στόχους εξαγοράς (εκ των οποίων 94 μικρές, μεσαίες και μέτριας ανταγωνιστικότητας εταιρείες θα αποτελέσουν στόχους για τους consolidators, ενώ 16 μεσαίου μεγέθους, ανταγωνιστικές εταιρείες μπορούν να δράσουν ως consolidators ή ως στόχοι). Αντίστοιχα, 15 εταιρείες θα ήταν ελκυστικές μετά από αναδιάρθρωση, ενώ 67 μικρές εταιρείες zombies (σ.σ.: παρουσιάζουν συρρίκνωση εσόδων, μηδενική ή αρνητική κερδοφορία και μη βιώσιμο δανεισμό) εκτιμάται ότι θα οδηγηθούν, σε μεγάλο βαθμό, σε διαδικασία εκκαθάρισης.
«Ο κλάδος τροφίμων και ποτών είναι ώριμος για να μεγαλώσει και το πρώτο στάδιο αυτής της διαδικασίας θα γίνει με εξαγορές και συγχωνεύσεις εταιρειών. Εάν δεν υπάρξει ενδοκλαδική και διακλαδική συγκέντρωση τότε, ακολουθώντας την τροχιά του παρελθόντος, παρά τη σταδιακή βελτίωση ανταγωνιστικότητας και την αύξηση των πωλήσεων, ο κλάδος θα μείνει δομικά ο ίδιος με όλους τους σημερινούς περιορισμούς και με συρρικνωμένα κέρδη» επισημαίνει ο Κώστας Μητρόπουλος, εντεταλμένος σύμβουλος της PwC Ελλάδας.
Η μελέτη επισημαίνει ότι ο κλάδος είναι ανταγωνιστικός αλλά όχι εξωστρεφής. Ο συνολικός τζίρος της εγχώριας βιομηχανίας τροφίμων και ποτών διαμορφώνεται στα 15 δισ. ευρώ (χρήση 2016), ωστόσο ο κλάδος, σύμφωνα με τη μελέτη, παραμένει έντονα κατακερματισμένος με το 1% των εταιρειών να παράγει το 63% των συνολικών εσόδων. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, οι εξαγωγές αποτελούν το 37% της παραγωγής και αφορούν κατά πλειοψηφία «non-branded» εξαγωγές. Ο συνολικός τζίρος των εξαγωγών διαμορφώνεται στα 3,8 δισ. ευρώ, ωστόσο πέντε υποκλάδοι είναι εξαγωγικοί (έλαια, φρούτα και λαχανικά, αλιεύματα, ξηροί καρποί, κονσερβοποιία) και διαθέτοντας στις διεθνείς αγορές πάνω από το 50% της παραγωγής τους, με τους υπόλοιπους να είναι απολύτως εσωστρεφείς. Υπάρχουν όμως παραδείγματα εσωστρεφών υποκλάδων που εμφανίζουν υψηλή ταχύτητα αύξησης εξαγωγών οδηγούμενοι από το μεγάλο τους μέγεθος όπως τα γαλακτοκομικά.
Οι περιορισμοί ανάπτυξης και εξαγωγών που αντιμετωπίζει ο κλάδος εμπίπτουν με βάση τη μελέτη σε δύο κατηγορίες: μικρό εταιρικό μέγεθος και αστοχίες αγοράς. Η PwC Ελλάδας εκτιμά ότι η στρατηγική ανάπτυξης του κλάδου μέσα από εξαγωγές θα πρέπει να στηρίζεται στην ενοποίηση της ζήτησης κάτω από κοινά εμπορικά σήματα – ομπρέλα, τα οποία θα οδηγήσουν σε συγκέντρωση παραγωγής, κοινές υπηρεσίες, μείωση του κόστους, καλύτερη διαχείριση και πολύ ισχυρότερο marketing που θα ωθήσουν τον υπερδιπλασιαμό των εσόδων σε βάθος δεκαετίας. Όπως τονίζει ο Κυριάκος Ανδρέου, Partner και επικεφαλής του Advisory της PwC Ελλάδας «η μικρή κλίμακα εταιρειών και οι αστοχίες της αγοράς, όπως η απουσία ατομικού ή συλλογικού διεθνούς μάρκετινγκ και πωλήσεων, αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη του κλάδου στο μέλλον. Ένα πολύ καλό αλλά κρυφό μέρος της ελληνικής οικονομίας πρέπει να γίνει ορατό στις διεθνείς αγορές μέσα από μια νέα προσέγγιση ενοποίησης της ζήτησης και νέα μοντέλα συνεργασίας μεταξύ εταιρειών».
Πάντως, όπως επισημαίνει η μελέτη οι εταιρείες του κλάδου «βγήκαν» γρήγορα από την κρίση. Οι μεγάλες εταιρείες την τελευταία τετραετία τρέχουν με μέση ετήσια αύξηση 2% των εσόδων, περιθώριο EBITDA στα επίπεδα του 6,5% και με αυξανόμενες επενδύσεις. Σχεδόν το 40% των εταιρειών του κλάδου είναι Stars (σ.σ.: με συστηματική ανάπτυξη εσόδων και κερδών και λελογισμένο δανεισμό), ενώ μόνο το 27% είναι zombies. Τρεις υποκλάδοι ξεχωρίζουν από πλευράς ανταγωνιστικότητας με συνολικά έσοδα 2 δισ. ευρώ (φρούτα & λαχανικά, κονσερβοποιία και αλκοολούχα ποτά), σε αντίθεση με τους κλάδους των αλιευμάτων και του κόκκινου κρέατος που είναι χαμηλής ανταγωνιστικότητας (συνολικά έσοδα 640 εκατ. ευρώ).