του Δημήτρη Χατζηνικόλα
Στην πιο κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής των τελευταίων μηνών και – κατά πολλούς – την τελευταία σε περίπτωση που δεν βρεθεί λύση, προσέρχεται σήμερα ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.
Τόσο οι χθεσινές δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων και ηγετών, όσο καιη «στα όρια της ανεκτής» απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ και η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας μετά από μία εβδομάδα τραπεζικής αργίας και ελέγχου κεφαλαίων, μαρτυρούν ότι η σημερινή σύνοδος μόνο εύκολη δεν θα είναι για τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα.
Ο κ. Τσίπρας είχε χθες σειρά τηλεφωνικών επαφών για την προετοιμασία της Συνόδου με την Γερμανίδα καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ, τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, τη Γενική Διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, τον πρόεδρο της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι και της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, καθώς και με τον υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ Τζακ Λιου.
Η φράση-κλειδί από το χθεσινό ρεπορτάζ ήταν αυτή του Γάλλου προέδρου προς τον Έλληνα ομόλογό του: «Γνωρίζω τι ζητά η ελληνική πλευρά γνωρίζω και τι μπορεί να δώσει το Βερολίνο. Χρειάζονται ρεαλιστικές προτάσεις με διάρκεια και βιωσιμότητα. Βοήθησέ με να σε βοηθήσω», φέρεται να είπε ο κ. Ολάντ.
Η κυβέρνηση θα καταθέσει σήμερα, πρώτα στο Eurogroup, όπου θα εκπροσωπηθεί από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο και στη συνέχεια στη Σύνοδο Κορυφής, την πρότασή της, η οποία όπως όλα δείχνουν θα είναι η τελευταία πρόταση των θεσμών (πρόταση Γιούνκερ). Με αυτή θα επιχειρείται να μείνει εκτός η αύξηση του ΦΠΑ σε εστίαση-ξενοδοχεία, οι ομαδικές απολύσεις και η ιδιωτικοποίηση του ΑΔΜΗΕ, ενώ θα εμπεριέχεται η δυνατότητα της Αθήνας να προχωρήσει στην επαναφορά του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων και του κατώτατου μισθού και στην έκτακτη εισφορά σε επιχειρήσεις για κέρδη άνω των 500.000 ευρώ.
Ωστόσο αυτή η βελτιωμένη εκδοχή της πρότασης Γιούνκερ, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα γίνει δεκτή από τους θεσμούς την ώρα μάλιστα που η διετής συμφωνία που ζητά η Αθήνα, με την εμπλοκή του ESM, ερμηνεύεται από πολλούς στην Ευρώπη ως ένα νέο πρόγραμμα που προϋποθέτει και νέα επιπρόσθετα μέτρα για να γίνει δεκτή. Σε αυτήν την περίπτωση η ελληνική κυβέρνηση δεν ανοίγει τα χαρτιά της, ωστόσο παραμένει κλειδί για την Αθήνα η απομείωση του χρέους που θα της δώσει τη δυνατότητα να «περάσει» στη Βουλή τη συμφωνία με τις μικρότερες δυνατές αντιδράσεις. Μαζί φυσικά με την εξασφάλιση των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας και την επιστροφή στην ομαλότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.