Η συμμετοχή 210.000 ανθρώπων στην εκλογική διαδικασία για την ηγεσία του νέου φορέα της Κεντροαριστεράς δείχνει ότι «ο κόσμος θέλει την ανασυγκρότηση αυτού του χώρου», αλλά και ότι «η συμμετοχή είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημοκρατία, για τη λειτουργία της χώρας μας», δήλωσε ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου.
Μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ και ερωτηθείς αν δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στην ηγεσία που θα αναδειχθεί, απάντησε θετικά, σημειώνοντας πως και ο ίδιος είναι μέρος αυτής της προσπάθειας, κι ας μην έχει ενεργή εμπλοκή. «Θέλω να συμβάλλω ως εγγυητής, έχω μια υποχρέωση να συμβάλλω προς αυτήν την κατεύθυνση, αυτό θα κάνω. Η ενότητα είναι πολύ σημαντική», πρόσθεσε.
Κληθείς, δε, να απαντήσει αν προτιμά κάποιον από τους δύο υποψηφίους –Φώφη Γεννηματά και Νίκο Ανδρουλάκη– εν όψει του δεύτερου γύρου των εκλογών, σημείωσε ότι επιθυμεί να κρατήσει αποστάσεις διατηρώντας έναν διαφορετικό ρόλο, ωστόσο τόνισε ότι «γνωρίζω πολύ καλά και τη Φώφη, έχουμε δουλέψει μαζί, και παρά το ότι αργήσαμε σε αυτήν τη διαδικασία ανασυγκρότησης, μπορούσαν προφανώς να έχουν γίνει νωρίτερα κάποια βήματα. Θεωρώ ότι έπαιξε ένα θετικό ρόλο στην διαδικασία αυτή, ένα θετικό πρόσημο, και έχουμε φτάσει εδώ που έχουμε φτάσει».
Καταλόγισε στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα ότι «είναι Αριστερός μόνο στα λόγια», καθώς «έφερε την πρώτη χρονιά σχεδόν την καταστροφή της χώρας, ακόμα ζούμε τα capital controls. Μας χρέωσε άλλα 80 δισ., τον ελληνικό λαό, όταν εμείς είχαμε κάνει το κούρεμα 100 δισ. Δηλαδή μας πήγε πολύ πίσω».
Ερωτηθείς αν θα μπορούσαν να συγκυβερνήσουν ο ΣΥΡΙΖΑ με τη Ν.Δ., είπε πως «μακάρι να είχε υπάρξει μια οικουμενική προσέγγιση στην κρίση», ενώ σε ό,τι αφορά τον ρόλο της Κεντροαριστεράς, τόνισε ότι επιθυμεί να δει αυτόν τον χώρο να έχει πολιτική αυτονομία και προτάσεις.
Ο κ. Παπανδρέου επεσήμανε ότι η κυβέρνησή του σήκωσε μόνη της το βάρος για να μην καταρρεύσει η χώρα. «Δείξαμε ότι δεν μας ενδιαφέρει το κομματικό, στενό συμφέρον αλλά το συμφέρον της πατρίδας», πρόσθεσε.
Σχολιάζοντας αν η κυβέρνησή του απέτυχε, σημείωσε πως «τι σημαίνει αποτυχία είναι ένα άλλο ερώτημα, διότι πιστεύω ότι σηκώσαμε το βάρος και πετύχαμε να κρατηθεί η χώρα. Αυτό που ίσως δεν καταφέραμε είναι να πείσουμε ένα πολύ μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού ότι αυτός είναι ο δρόμος, ότι εάν όντως όλοι συμφωνήσουν και συμβάλλουν, θα φύγουμε πολύ πιο γρήγορα από την κρίση, όπως έγινε και με τις άλλες χώρες, Κύπρο, Ιρλανδία, Πορτογαλία».
Αναφερόμενος στην πρότασή του για δημοψήφισμα, είπε πως πιστεύει ότι θα ήταν πολύ καλύτερα να είχε γίνει, αν και υπήρχε «από παντού αντίδραση, και βεβαίως και μέσα στο κόμμα μου επίσης». «Εάν είχαμε πάρει μάλιστα την εντολή, μέσω δημοψηφίσματος, πιστεύω θα είχαμε αποφύγει την μεγάλη ταλαιπωρία των επομένων ετών», πρόσθεσε και συμπλήρωσε: «Αν είχε υπάρξει ευρύτατη συναίνεση από τον ελληνικό λαό θα είχαμε πολύ πιο γρήγορα αποτελέσματα».
Μιλώντας για τον Ιούνιο του 2011, είπε ότι ζήτησε από τον τότε πρόεδρο της Ν.Δ. Αντώνη Σαμαρά να ψηφίσει το πρώτο μνημόνιο, προκειμένου να υπάρχει πλειοψηφία 180 βουλευτών. «Ο ίδιος δεν το δέχτηκε, είχα επικοινωνία μαζί του», είπε. «Εμείς είχαμε τρεις μέρες πριν χρεοκοπήσουμε. Είχαμε μία πίεση από τις αγορές, και μία αίσθηση αστάθειας. Άρα λοιπόν, εκείνη τη στιγμή, αυτό που χρειαζόταν, αν ήθελε η Αξιωματική Αντιπολίτευση να παίξει σοβαρό ρόλο, ήταν να συμφωνήσει και να πει ναι, ψηφίζουμε κι εμείς, και θα δούμε τις εκλογές, όταν πια έχει σταθεροποιηθεί η χώρα», συνέχισε.
Αναφερόμενος στο πρώτο πρόγραμμα, είπε πως η σωστότερη λύση θα ήταν «να δώσουμε μεγαλύτερο βάρος στις μεταρρυθμίσεις και πολύ μικρότερο βάρος στη δημοσιονομική προσαρμογή». «Ή μάλλον περισσότερο χρόνο για τη δημοσιονομική προσαρμογή», συμπλήρωσε. Τόνισε πως «δεν θέλαμε να χρηματοδοτήσουν καν την Ελλάδα. Εμείς θέλαμε να υπάρξει σταθερότητα και αίσθηση εγγύησης από την Ε.Ε. ώστε να μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στις αγορές».
Αναφερόμενος στην απειλή για Grexit, σημείωσε ότι η πρώτη σχετική δήλωση ήταν από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε την άνοιξη του 2010. «Και ήταν πολύ αρνητική δήλωση αυτή, διότι ήταν πριν ζητήσουμε το πρόγραμμα, αλλά είχαμε ξεκινήσει εμείς τις προσαρμογές. Δηλαδή ήταν εποχή που πάρει τις πρώτες, μεγάλες αποφάσεις και περιμέναμε τη δυναμική στήριξη της Γερμανίας στις αγορές, για να μπορούμε να προχωρήσουμε σε μία πιο ήπια αναπροσαρμογή στην Ελλάδα. Βγαίνει λοιπόν ο Σόιμπλε και λέει, “Πρέπει να νομοθετήσουμε τη δυνατότητα στην Ευρωζώνη εξόδου μιας χώρας από το ευρώ”. Βεβαίως, η μόνη χώρα που εκείνη τη στιγμή ήταν στο στόχαστρο ήταν η Ελλάδα. Δεν υπήρχαν οι άλλες χώρες. Από τη στιγμή λοιπόν που ο Σόιμπλε βγαίνει και λέει αυτό το πράγμα, δημιουργεί κλίμα στις αγορές ότι δεν υπάρχει στήριξη».
Ερωτηθείς αν η Ελλάδα επιθυμούσε τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρώτο μνημόνιο, τόνισε ότι «η θέση μας ήταν καθαρή, και είχαμε πει όχι στο ΔΝΤ, δεν θέλαμε το ΔΝΤ, θέλαμε ένα ευρωπαϊκό ταμείο». «Και μάλιστα είχα μιλήσει με σχεδόν όλους τους ηγέτες, λέγοντας ότι εμείς δεν θέλουμε το ΔΝΤ, όμως πάρα πολλές κυβερνήσεις απαντούσαν “να πάτε στο ΔΝΤ”, χωρίς να θέλουν καν ευρωπαϊκό μηχανισμό. Η Μέρκελ ήθελε το ΔΝΤ για άλλους λόγους. Πρώτα απ’ όλα δεν εμπιστευόταν, και ίσως καλώς, τον κ. Μπαρόζο και την Επιτροπή που δεν είχε ελέγξει τα στοιχεία, ήθελε να υπάρχει συμμετοχή του ΔΝΤ λόγω και των χρημάτων, αλλά και μιας εμπειρίας που δεν υπήρχε στην Ε.Ε.», συνέχισε.
Ο κ. Παπανδρέου εξέφρασε την εκτίμηση ότι «έχει περάσει ο εφιάλτης» για τη χώρα, συμπληρώνοντας ωστόσο ότι αυτό «δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε ακόμα έναν δύσκολο δρόμο». Για το τρέχον πρόγραμμα, είπε πως «το χειρότερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να βγούμε στις αγορές, να θεωρήσουμε ότι όλα έχουν τελειώσει, όλα είναι καλά, και να βρεθούμε μετά από 1-2 χρόνια σε μια καινούργια κατάσταση, αρνητική που τότε βεβαίως μπορεί να είναι και η χαριστική βολή. Χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή για την περίοδο της εξόδου».