Από την έντυπη έκδοση
Του Ρόμπερτ Σκιντέλσκι, μέλος της βρετανικής Βουλής των Λόρδων, είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Γουόρικ.
Οι «Παραμένουμε» του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίοι εξακολουθούν να ελπίζουν ότι θα αναστρέψουν την απόφαση της Βρετανίας να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν τοιχοκολλήσει στις βρετανικές πόλεις ένα απλό ερώτημα: «Brexit – αξίζει τον κόπο;».
Η απάντηση που δόθηκε μέσω των οικονομικών είναι σαφής: σίγουρα όχι. Όσον αφορά το κόστος και τα οφέλη της αποχώρησης, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του Brexit του 2016 ήταν ξεκάθαρα παράλογο.
Και όμως τα οικονομικά έχουν επίσης διαμορφώσει σαφώς την απόφαση. Οι προπαγανδιστές του Brexit μετέτρεψαν με έξοχο τρόπο την υπαρκτή οικονομική δυσαρέσκεια, ιδίως κατά της μετανάστευσης, σε εχθρότητα προς την Ε.Ε. Όμως η δυσαρέσκεια υπήρχε από τις εγχώριες ζημιές που προκλήθηκαν στη βρετανική οικονομία από τους αμελείς πολιτικούς της. Όπως οι Γουίλ Χάτον και Άντριου Άδονις σημειώνουν με ακρίβεια στο πρόσφατο βιβλίο τους «Σώζοντας τη Βρετανία»: «Τα προβλήματά μας που δημιουργούνται στη Βρετανία μπορούν να λυθούν μόνο στη Βρετανία. Η Ευρώπη δεν εμποδίζει αυτή την αποστολή…».
Όμως οι Χάτον και Άδονις χάνουν την κρίσιμη μη οικονομική διάσταση του Brexit. Δικαίως υπενθυμίζουν τη μακρά και στενή σχέση μεταξύ της Βρετανίας και της ευρωπαϊκής ηπείρου. Όμως η Βρετανία δεν ήταν ποτέ μέρος ενός ευρωπαϊκού κράτους. Παρ’ όλο που η Ευρωπαϊκή Ένωση απέχει πολύ από τον «υπερ-κρατικό» εφιάλτη της Μάργκαρετ Θάτσερ, οι κυβερνητικές της προσδοκίες δεν έχουν νόημα, όχι μόνο στη Βρετανία, αλλά και σε πολλά από τα μέλη της. Παρά τη συζήτηση για την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, οι πολιτικές παραμένουν επίμονα εθνικές. Η εκστρατεία της Αποχώρησης της Βρετανίας ήταν μία εξέγερση ενάντια όχι μόνο στην οικονομική κακοδιαχείριση, αλλά και στην αξίωση της υπερεθνικής κυβέρνησης.
Επομένως, το αποτέλεσμα του Brexit μπορεί να υποδηλώσει πώς θα διαδραματίσει ρόλο η διαλεκτική μεταξύ υπερ-εθνικισμού και εθνικισμού σε μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου, όπου βρίσκεται η ουσία της τρέχουσας πολιτικής.
Το παιχνίδι τέλους του Brexit δεν είναι καθόλου σαφές. Υπάρχουν τέσσερις πιθανότητες.
Μία πιθανότητα είναι ότι η Βρετανία δεν αφήνει τελικά την Ε.Ε. Οι διοργανωτές μίας εκστρατείας για μια «λαϊκή ψηφοφορία» -ένα δεύτερο δημοψήφισμα για τους τελικούς όρους της εξόδου- πιστεύουν ότι όταν οι άνθρωποι γνωρίσουν το πραγματικό κόστος της αποχώρησης, θα αναστρέψουν την απόφαση που ελήφθη το 2016. Μία δεύτερη ψηφοφορία θα μπορούσε να προκληθεί από την αδυναμία της κυβέρνησης να καταφέρει κοινοβουλευτική έγκριση των όρων του διαζυγίου που έχει συμφωνήσει με την Ε.Ε.
Μία δεύτερη πιθανότητα είναι ότι η Βρετανία εγκαταλείπει την Ε.Ε. στις 29 Μαρτίου 2019, χωρίς συμφωνία αποχώρησης. Σε αυτή την περίπτωση, οι προβλέψεις χρωματίζουν ένα σενάριο οικονομικής κατάρρευσης, ένα χάος στους δρόμους και τους σιδηρόδρομους, έλλειψη τροφίμων, φαρμάκων και καυσίμων: το 1940 ξετυλίγεται ξανά (όχι όμως ακριβώς η ωραιότερη περίοδος της Βρετανίας).
Η κυβέρνηση της Βρετανίδας πρωθυπουργού Τερέζα Μέι προωθεί μία τρίτη πιθανότητα: το 50/50. Εγκρίθηκε από το υπουργικό συμβούλιο τον Ιούλιο στην εξοχική κατοικία της πρωθυπουργού, το λεγόμενο σχέδιο Checkers που προτείνει ότι όταν η Βρετανία εγκαταλείψει την Ε.Ε. οι δύο πλευρές συνάπτουν συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών που καλύπτει αγαθά και γεωργικά προϊόντα, όχι όμως υπηρεσίες. Το σχέδιο που επινοήθηκε από τον σύμβουλο της Μέι, Όλιβερ Ρόμπινς, είναι μία ηρωική προσπάθεια επίλυσης του ιρλανδικού προβλήματος των συνόρων.
Το πρόβλημα αυτό απορρέει από τη δέσμευση τόσο της Βρετανίας όσο και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας να διατηρήσουν ένα «δίχως τριβές» σύνορο μεταξύ της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, η οποία παραμένει στην Ε.Ε., και της Βόρειας Ιρλανδίας, η οποία, ως τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου, αποχωρεί. Αλλά για να διατηρηθεί ένα ανοιχτό σύνορο στην Ιρλανδία θα σήμαινε τη δημιουργία τελωνειακού συνόρου μεταξύ δύο περιοχών του Ηνωμένου Βασιλείου.
Ως εκ τούτου, το σχέδιο Checkers προβλέπει τη συνέχιση του ελεύθερου εμπορίου αγαθών μεταξύ της Βρετανίας και της Ε.Ε. Η Βρετανία θα εξασφαλίσει ότι τα εμπορεύματα που εισέρχονται στη Βόρεια Ιρλανδία, αλλά προορίζονται για την Ε.Ε. μέσω της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, πληρώνουν τους τελωνειακούς δασμούς της Ε.Ε. και συμμορφώνονται με τα πρότυπά της για την υγεία και την ασφάλεια.
Οι Brexiteers στο Συντηρητικό Κόμμα της Μέι αντιτίθενται στο σχέδιο Checkers, επειδή συνεπάγεται υπερβολική ένταξη στην Ε.Ε. Και στους ηγέτες της Ε.Ε. δεν αρέσει, διότι η Βρετανία δεν μπορεί να είναι εντός Ευρώπης για κάποιους λόγους και εκτός για άλλους.
Η τελική πιθανότητα είναι άλλο ένα σενάριο «50 μέσα, 50 έξω». Η Βρετανία θα εγκαταλείψει την τελωνειακή ένωση, αλλά θα παραμείνει στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, ο οποίος περιλαμβάνει τα 28 μέλη της Ε.Ε. συν τη Νορβηγία, το Λιχτενστάιν και την Ισλανδία. Οι χώρες του ΕΟΧ, μολονότι είναι ελεύθερες να καθορίζουν τους δικούς τους δασμούς, ακολουθούν σχεδόν όλους τους κανόνες της Ε.Ε. και καταβάλλουν εισφορές στον προϋπολογισμό της Ε.Ε. Επομένως, η επιλογή του ΕΟΧ θα ήταν ακόμα πιο αναιμική για τους σκληροπυρηνικούς Brexiteers από το σχέδιο Checkers.
Τι θα συμβεί, λοιπόν; Τα περισσότερα στοιχήματα αφορούν τη Βρετανία που εγκαταλείπει επίσημα την Ε.Ε. τον Μάρτιο του 2019, όμως «προσωρινά» παραμένει στην τελωνειακή ένωση, έχοντας δύο ή τρία χρόνια για να διαπραγματευτεί την τελική διευθέτηση του διαζυγίου. Οι Brexiteers θα εξαγριωθούν από μία τέτοια «μαλακή» έξοδο, όμως πιθανότατα θα είναι αρκετή για να εξασφαλίσει την έγκριση του Κοινοβουλίου. Η απόφαση του δημοψηφίσματος να αποχωρήσει από την Ε.Ε. θα τιμηθεί, όμως οι σκληρές οικονομικές του συνέπειες θα αναβληθούν: ο θρίαμβος του ρεαλισμού σε σχέση με την ιδεολογία.
Εάν η τροχιά του Brexit καθοριστεί με αυτόν τον τρόπο, θα είναι μία καλή εικόνα του διπλού χαρακτήρα -και της λειτουργίας- της πολιτικής. Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς έθεσε το θέμα σωστά: «Οι λέξεις οφείλουν να είναι λίγο σκληρές, γιατί είναι η επίθεση των σκέψεων προς την έλλειψη σκέψης», έγραψε το 1933. «Όμως, όταν έχουν εξασφαλιστεί οι έδρες της εξουσίας και των αρχών δεν πρέπει να υπάρχει πιο ποιητική αδεία. Αντίθετα, πρέπει να μετρήσουμε το κόστος κάτω από το μίνιμουμ που περιφρονεί η ρητορική μας».
Οι πολιτικοί υπάρχουν για να δίνουν φωνή στη δυσαρέσκεια που έχει τροφοδοτηθεί από τον «χωρίς σκέψη» συντηρητισμό. Επιτρέπουν χαλαρά συναισθήματα που θα ήμασταν καλύτερα χωρίς αυτά, η καταστολή των οποίων όμως απειλεί με πολιτικές εκρήξεις. Όμως είναι επίσης και η δουλειά τους να διασφαλίσουν ότι τέτοιες αναταραχές δεν έχουν ακραίες συνέπειες. Ανά περιόδους, οι κινήσεις εξισορρόπησης καταρρέουν, όπως έκαναν το 1914, όταν η ορμή των γεγονότων κατέπνιξε τις καθυστερημένες προσπάθειες συμβιβασμού. Αυτό συνέβη και πάλι τη δεκαετία του 1930, επειδή ο φασισμός και ο κομμουνισμός ήταν απαράδεκτα εξτρεμιστικοί. Όμως κυρίως οι πολιτικοί κάνουν τη διπλή δουλειά τους, η οποία, τελικά, είναι να διατηρηθεί η εγχώρια και διεθνής ειρήνη.
Έτσι, ο συμβιβασμός του Brexit, αν συμβεί, μπορεί να είναι μία μετρίως αισιόδοξη πρόγευση της τύχης του λαϊκισμού στον αιώνα μας. Η αναζωπύρωση του οικονομικού εθνικισμού που προκαλεί το Brexit, το φαινόμενο Τραμπ και η ευρωπαϊκή άκρα δεξιά δεν θα οδηγήσουν στην καταστροφή του εμπορίου, στους σκληρούς πολέμους, στη δικτατορία ή στην ταχεία απο-παγκοσμιοποίηση. Αντίθετα, είναι μία ισχυρή προειδοποίηση προς το πολιτικό κέντρο – κάτι που μπορεί να προκαλέσει ακόμα και την αναθεώρηση των σημερινών εξτρεμιστών για τις συνέπειες των λέξεών τους.
Copyright: Project Syndicate, 2018
www.project-syndicate.org