Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Τελικά ο κρατισμός ως αντίληψη και πρακτική μόνον να δανείζεται γνωρίζει, για να τακτοποιεί τους φίλους του με αυτά τα δανεικά. Και το ερώτημα είναι μέχρι πού μπορεί να πάει η κατάσταση αυτή. Γνωρίζουμε σήμερα ότι το παγκόσμιο χρέος είναι σχεδόν τρεις φορές υψηλότερο από το αντίστοιχο ΑΕΠ. Πόση είναι όμως η αναξιοποίητη δημόσια περιουσία στον κόσμο; Το όλο θέμα δεν φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα τους βαρύγδουπους οικονομολόγους ιεραπόστολους του κρατισμού. Βασική τους έγνοια είναι αφενός η ιδεολογική υπεράσπιση του κράτους, αυτής της παγκοσμιοποιημένης πλέον νέας θεότητας, αφετέρου δε η εξεύρεση τρόπων κυκλοφορίας νέου δανεικού χρήματος.
Εξαίρεση στο «όμορφο» αυτό κονσέρτο αποτελεί το βιβλίο δύο Σουηδών οικονομολόγων, του Ντακ Ντέτερ και του Στέφαν Φόρστερ, οι οποίοι στο βιβλίο τους «Ο Δημόσιος πλούτος των εθνών και πώς μπορεί να συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη» (Εκδόσεις Palgrave-McMillan), ταράσσουν τα λιμνάζοντα ύδατα μιας αντίληψης, που στη Βόρεια Ευρώπη δείχνει ότι κάτι αλλάζει.
Κατά τους δύο συγγραφείς, ιδιαίτερα στον αναπτυγμένο κόσμο, οι περισσότερες κυβερνήσεις γνωρίζουν πολλά για το χρέος τους, αλλά λίγα πράγματα για τα περιουσιακά τους στοιχεία. Στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, καθώς οι κυβερνήσεις κινητοποιήθηκαν για να διαχειριστούν το δημόσιο χρέος τους, σε μεγάλο βαθμό αγνοούσαν τα περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου. Ορισμένες χώρες, όπως αυτές της Βαλτικής και η Πορτογαλία, έλαβαν μέτρα για να εκτιμήσουν τον πλούτο, αλλά οι περισσότερες δεν το έκαναν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες για παράδειγμα, επέλεξαν να μη συμμετάσχουν σε μια πρωτοβουλία του 2011 από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για να αξιολογηθούν το μέγεθος και η σύνθεση των κρατικών επιχειρήσεων στις χώρες-μέλη.
Παρ’ όλα αυτά, τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία είναι υπαρκτά και η αξιοποίησή τους μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο αποτελεσματική από την αγωνιώδη αναζήτηση δανεικών. Όπως γράφουν οι Ντέτερ και Φόρστερ, οι κεντρικές κυβερνήσεις, από μόνες τους, κατέχουν πολύ περισσότερα περιουσιακά στοιχεία από τις ιδιωτικές εταιρείες, τους υπερπλουσίους, τα συνταξιοδοτικά ταμεία, τα περίφημα hedge funds και τα διάφορα επενδυτικά ταμεία. Σήμερα, η αξία των δημόσιων εμπορικών περιουσιακών στοιχείων είναι στην ίδια τάξη μεγέθους με το ετήσιο παγκόσμιο ΑΕΠ -και άνετα υψηλότερη από το παγκόσμιο δημόσιο χρέος. Εάν οι κεντρικές κυβερνήσεις διαχειρίζοντο τα περιουσιακά στοιχεία τους καλύτερα, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ετήσια απόδοση πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ή περισσότερο από τις ετήσιες παγκόσμιες επενδύσεις σε υποδομές, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών, της ενέργειας, της ύδρευσης και των τηλεπικοινωνιών. Κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης στην ετήσια απόδοση του παγκόσμιου χαρτοφυλακίου θα δημιουργούσε το ισοδύναμο του πλούτου της Σαουδικής Αραβίας.
Κατά μέσο όρο, ωστόσο, οι κυβερνήσεις κακοδιαχειρίζονται τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία τους. Αν και υπάρχουν μερικά παραδείγματα καλά διοικούμενων κρατικών επιχειρήσεων, ας πούμε όπως η Statoil στη Νορβηγία και η Volkswagen στη Γερμανία, οι περισσότερες κερδίζουν χαμηλότερες αποδόσεις από τις ιδιωτικές. Οι περισσότερες κρατικές εταιρείες -όπως ο πετρελαϊκός γίγαντας Petrobras στη Βραζιλία, κρατικές επιχειρήσεις στην Κίνα- φέρεται να είναι σπάταλες και διεφθαρμένες.
Άλλοι τύποι δημόσιων εμπορικών περιουσιακών στοιχείων, όπως η ακίνητη περιουσία, αποδίδουν ακόμα χειρότερα. Στο τεύχος Οκτωβρίου 2014 του Foreign Affairs, The Hellenic Edition, ο Francis Fukuyama εξέθεσε την κακοδιαχείριση στη δασική υπηρεσία των ΗΠΑ, την οποία ονόμασε «μια εξαιρετικά δυσλειτουργική γραφειοκρατία, που εκτελεί μια ξεπερασμένη αποστολή με λάθος εργαλεία». Ομοίως, το 2009, η κυβέρνηση της Λιθουανίας διαπίστωσε ότι η δική της δασική υπηρεσία ήταν 30 φορές λιγότερο αποτελεσματική από όσο αυτή των ξένων κρατικών ανταγωνιστών.
Στο πλαίσιο αυτό, οι δύο οικονομολόγοι προτείνουν τη δημιουργία Ταμείων Εθνικού Πλούτου, όπου κρατικός και ιδιωτικός τομέας θα συνεργάζονται.
Τα Ταμεία Εθνικού Πλούτου επιτρέπουν επίσης τις κυβερνήσεις να συνενώσουν τα εμπορικά περιουσιακά τους στοιχεία, κάτι που δίνει τη δυνατότητα στους επαγγελματίες διαχειριστές να δημιουργήσουν μια ολοκληρωμένη απογραφή, ένα επιχειρηματικό σχέδιο για τα περιουσιακά στοιχεία στο σύνολό τους. Το παγκοσμίως κορυφαίο Ταμείο Εθνικού Πλούτου, το Temasek της Σιγκαπούρης που ιδρύθηκε το 1974, μπορεί να υπερηφανεύεται για μια μέση ετήσια απόδοση 17%, μια επίδοση που είναι εντυπωσιακή ακόμη και για τον ιδιωτικό τομέα. Ένα άλλο επιτυχημένο Ταμείο, το αυστριακό Οsterreichische Industrie holdmgAG, ιδρύθηκε το 1946, ώστε να εθνικοποιήσει τότε την αυστριακή βιομηχανία και να τη σώσει από τα νύχια των ναζί. Στη συνέχεια, όμως, έγινε μια ανεξάρτητη εταιρεία συμμετοχών στη δεκαετία του 1970, για να αποτρέψει αδικαιολόγητες κυβερνητικές παρεμβάσεις. Με το να απαγορεύεται ρητά να μετέχουν πολιτικοί στο διοικητικό συμβούλιο, το Ταμείο έχει καλύτερες επιδόσεις απ’ όσο ο δείκτης ΑΤΧ της αυστριακής χρηματιστηριακής αγοράς και προσφέρει σημαντικά ετήσια μερίσματα στην αυστριακή κυβέρνηση. Αποτελεί υπό την έννοια αυτή κλασικό παράδειγμα λειτουργίας του σοσιαλδημοκρατικού καπιταλισμού, χάρη στον οποίον η Αυστρία έγινε και υποδειγματικό σε επιδόσεις κράτος πρόνοιας. Συνεπώς μόνον πνευματικοί ανάπηροι μπορούν να χαρακτηρίζουν τον θεσμό αυτόν «νεοφιλελεύθερο».