Από την έντυπη έκδοση
Επειτα από ένα χρόνο που περιελάμβανε μία από τις μεγαλύτερες μεταστροφές στην πρόσφατη ιστορία της νομισματικής πολιτικής, οι κεντρικές τράπεζες ελπίζουν τώρα για ειρήνη και ηρεμία το 2020. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, τα πιο ισχυρά νομισματικά ιδρύματα.
Όμως η αίσθηση της ειρήνης και της ησυχίας διαφεύγει ολοένα και περισσότερο από τον άμεσο έλεγχό τους και οι ελπίδες τους θα μπορούσαν εύκολα να διαλυθούν αν οι αγορές υποχωρούσαν σε οποιεσδήποτε μεσοπρόθεσμες αβεβαιότητες, πολλές εκ των οποίων εκτείνονται πέρα από τα οικονομικά και τη χρηματοδότηση στα πεδία της γεωπολιτικής, των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των εσωτερικών κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών.
Πριν από λίγο καιρό, η ΕΚΤ και η Fed βρίσκονταν στην πορεία της σταδιακής μείωσης των εκτεταμένων ισολογισμών τους, ενώ η Fed αύξησε τα επιτόκια από τα επίπεδα που υιοθετήθηκαν για πρώτη φορά στη μέση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Και τα δύο θεσμικά όργανα προσπαθούσαν να ομαλοποιήσουν τη νομισματική τους πολιτική έπειτα από χρόνια που στηρίχθηκαν σε εξαιρετικά χαμηλά ή αρνητικά επιτόκια και σε αγορές μεγάλου όγκου περιουσιακών στοιχείων. Η Fed είχε αυξήσει τα επιτόκια τέσσερις φορές το 2018, σηματοδότησε περαιτέρω αυξήσεις για το 2019 και αποφάσισε την αποδέσμευση του ισολογισμού της από τον «αυτόματο πιλότο». Η ΕΚΤ είχε τερματίσει την επέκταση του ισολογισμού της και άρχισε να απομακρύνεται από την εφαρμογή περαιτέρω κινήτρων.
Ένα χρόνο αργότερα, όλα αυτά τα μέτρα έχουν αντιστραφεί. Αντί να αυξήσει τα επιτόκια, η Fed τα μείωσε 3 φορές το 2019. Αντί η Fed να μειώσει τον ισολογισμό της, τον διεύρυνε περισσότερο κατά τους τελευταίους 4 μήνες του έτους σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη συγκρίσιμη περίοδο μετά την κρίση. Και αντί να σηματοδοτήσει μία ενδεχόμενη εξομάλυνση της δομής των επιτοκίων, η Fed κινήθηκε έντονα προς ένα πλαίσιο «χαμηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα».
Επίσης, η ΕΚΤ προώθησε τη δομή των επιτοκίων της σε περαιτέρω αρνητικό έδαφος και επανέλαβε το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων. Ως αποτέλεσμα, η Fed και η ΕΚΤ διαμόρφωσαν μία πορεία για πολλές μειώσεις των επιτοκίων ανά τον κόσμο, παράγοντας μερικές από τις πιο ευνοϊκές νομισματικές συνθήκες παγκοσμίως.
Αυτή η δραματική μεταστροφή της νομισματικής πολιτικής ήταν ιδιαίτερα περίεργη με δύο τρόπους. Πρώτον, υλοποιήθηκε παρά την αυξανόμενη δυσφορία -τόσο εντός όσο και εκτός των κεντρικών τραπεζών- για τις παράπλευρες ζημίες και τις ακούσιες συνέπειες της παρατεταμένης εξάρτησης από την υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική.
Αυτή η δυσφορία είχε ενταθεί σε όλη τη διάρκεια του έτους, εξαιτίας των αρνητικών επιπτώσεων των πολύ χαμηλών και αρνητικών επιτοκίων στην οικονομική δυναμική και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Δεύτερον, η δραματική αυτή μεταστροφή δεν ήταν μία απάντηση στην κατάρρευση της παγκόσμιας ανάπτυξης, πόσο μάλλον σε μία δυνητική ύφεση. Σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις, η ανάπτυξη το 2019 ήταν περίπου 3% -σε σύγκριση με 3,6% το προηγούμενο έτος- και πολλοί παρατηρητές αναμένουν μία γρήγορη ανάκαμψη το 2020.
Αντί να ενεργούν με σαφή οικονομικά κριτήρια, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες υπέκυψαν για άλλη μία φορά στην πίεση των χρηματοπιστωτικών αγορών. Παράδειγμα το δ’ τρίμηνο του 2018, όταν η Fed αντέδρασε σε ένα μαζικό sell-off στη χρηματιστηριακή αγορά που φαινόταν να απειλεί τη λειτουργία ορισμένων αγορών σε όλο τον κόσμο. Ένα άλλο συνέβη τον Σεπτέμβριο του 2019, όταν η Fed ανταποκρίθηκε σε μία ξαφνική, απρόβλεπτη αναστάτωση στην αγορά χρηματοδότησης (repo) – ένα εξειδικευμένο τμήμα της αγοράς που συνεπάγεται στενή αλληλεπίδραση μεταξύ της Fed και του τραπεζικού συστήματος.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι στόχοι των κεντρικών τραπεζών δεν κινδύνευαν σε κάθε περίπτωση. Και στις δύο περιπτώσεις, οι γενικευμένες μεταβολές της χρηματοπιστωτικής αγοράς θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την οικονομική ανάπτυξη και τον σταθερό πληθωρισμό, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για ακόμη μεγαλύτερη παρεμβατική νομισματική πολιτική στην πορεία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Fed, συγκεκριμένα, διατύπωσε τη μεταστροφή της πολιτικής της αναφορικά με την «εξασφάλιση».
Όμως οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν σταματούν εκεί. Επιτρέποντας και πάλι στις χρηματοπιστωτικές αγορές να υπαγορεύουν τις αλλαγές της νομισματικής τους πολιτικής, τόσο η ΕΚΤ όσο και η Fed έριξαν περισσότερο λάδι σε μία πυρκαγιά που έκαιγε για χρόνια. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές καταρρίπτουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, ανεξάρτητα από τα βασικά οικονομικά μεγέθη, διότι οι επενδυτές διέπονται από την αίσθηση ότι οι κεντρικές τράπεζες είναι οι BFF τους («οι καλύτεροι φίλοι για πάντα»).
Ξανά και ξανά, οι κεντρικές τράπεζες αποδείχθηκαν πρόθυμες και ικανές να καταστείλουν τη μεταβλητότητα και να διατηρήσουν τις τιμές των μετοχών και των ομολόγων σε άνοδο. Ως αποτέλεσμα, η σωστή προσέγγιση για τους επενδυτές είναι να αγοράζουν όποτε η αγορά υποχωρεί και καλό είναι όταν συμβαίνει να εξελίσσεται πιο ραγδαία.
Ωστόσο, λόγω των αυξανόμενων μεσοπρόθεσμων αβεβαιοτήτων, οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν μπορούν να προσδοκούν σε ήρεμες συνθήκες το 2020. Ενώ η άφθονη και προβλέψιμη ρευστότητα μπορεί να συμβάλει στην ηρεμία των αγορών, δεν εξαλείφει τα υφιστάμενα εμπόδια στη βιώσιμη και ουσιαστική ανάπτυξη. Ειδικότερα, η οικονομία της Ευρωζώνης αντιμετωπίζει διαρθρωτικά εμπόδια που επιβαρύνουν την αύξηση της παραγωγικότητας. Και υπάρχουν βαθιές μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές αβεβαιότητες που πηγάζουν από την αλλαγή του κλίματος, τις τεχνολογικές αναταράξεις και τις δημογραφικές τάσεις.
Επιπλέον, σε όλο τον κόσμο, υπήρξε μία γενικευμένη έλλειψη εμπιστοσύνης στα θεσμικά όργανα και τις απόψεις των εμπειρογνωμόνων, καθώς και μία βαθιά αίσθηση περιθωριοποίησης και αποξένωσης σε σημαντικά τμήματα της κοινωνίας. Η πολιτική πόλωση είναι πιο έντονη και πολλές δημοκρατίες αντιμετωπίζουν αβέβαιες μεταβάσεις. Επίσης, παρ’ όλο που οι εμπορικές εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας έχουν μετριασθεί προσωρινά από την «Πρώτη Φάση» της εμπορικής συμφωνίας, οι βασικές πηγές συγκρούσεων δεν έχουν επιλυθεί. Και ο κόσμος βρίσκεται ξαφνικά σε συναγερμό, καθώς οι εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν κλιμακώνονται, ενώ το Ιράν υπόσχεται περαιτέρω αντίποινα για τη στοχευμένη δολοφονία κορυφαίου στρατιωτικού ηγέτη του.
Για τη μακροπρόθεσμη οικονομική ευημερία και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αυτή η λιτανεία αβεβαιότητας απαιτεί μία πολιτική αντίδραση που εκτείνεται πέρα από την παραδοσιακή αρμοδιότητα των κεντρικών τραπεζών. Απαιτεί μία ολοκληρωμένη πολυετή δέσμευση χρησιμοποιώντας διαρθρωτικά, φορολογικά και διασυνοριακά εργαλεία. Χωρίς αυτή, οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα συνεχίσουν να προσμένουν σε παρεμβάσεις από τις κεντρικές τράπεζες, οι οποίες δείχνουν με όλο και περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία ότι δεν καθίστανται ολοένα και πιο αναποτελεσματικές για την οικονομία, αλλά και δυνητικά αντιπαραγωγικές.
Εάν οι κεντρικές τράπεζες αποφύγουν το προσκήνιο το 2020, είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν ακόμα μεγαλύτερες προκλήσεις αναφορικά με την πολιτική αυτονομία και την αξιοπιστία των νομισματικών πολιτικών τους που είναι τόσο σημαντικές για την αποτελεσματικότητά τους.
Copyright: Project Syndicate, 2020
www.project-syndicate.org