Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ας ξαναδιαβαστεί, 35 χρόνια μετά, το περίφημο έργο του Theodore W. Schultz για τον άνθρωπο, την ποιότητα και την επένδυση σε αυτόν. Είναι ό,τι πιο επίκαιρο υπάρχει. Παντελώς άγνωστος στη χώρα μας, αν και νομπελίστας το 1979, είναι ο Theodore W. Schultz (1902-1998), ο οποίος είχε τιμηθεί με το Βραβείο Νόμπελ της Οικονομίας μαζί με τον Άρθουρ Λιούις, για τις εργασίες του στα θέματα της γεωργίας και του ρόλου του ανθρώπινου κεφαλαίου. Είχε δε ειδικότερα δοθεί έμφαση στις εργασίες του για «τα οικονομικά της ποιότητας των πληθυσμών».
Στο πλαίσιο αυτό, ο Αμερικανός οικονομολόγος και καθηγητής στα Πανεπιστήμια της Αϊόβα και του Σικάγο, είχε αναπτύξει τη θεωρία των ποιοτικών επενδύσεων στους τομείς της παιδείας και της υγείας, τονίζοντας ότι η ποιότητα αυτών των δύο τομέων σε βάθος χρόνου έχει την ίδια, αν όχι μεγαλύτερη, σημασία στην παραγωγή πλούτου απ’ ό,τι οι παραδοσιακοί συντελεστές παραγωγής. Οι ανθρώπινες δεξιότητες και η ποιότητά τους μπορούν να υπερκαλύψουν τις οποιεσδήποτε ελλείψεις και ανεπάρκειες σε πλουτοπαραγωγικές πηγές όπως η ενέργεια και η αρδεύσιμη γη. Και από την άποψη αυτή, πρέπει να επισημανθεί ότι κορυφαίοι στοχαστές, όπως ο Άνταμ Σμιθ και ο Ντέιβιντ Ρικάρντο, δεν μπόρεσαν να προβλέψουν ότι η εντυπωσιακή ανάπτυξη των δυτικών βιομηχανικών χωρών πρέπει κατά κύριο λόγο να αποδοθεί στην ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού τους.
Κατά τον Th. W. Schultz, η ποιότητα αυτή -που είναι συνδεδεμένη άμεσα με το σχολείο και το ποιοτικό του επίπεδο- δίνει μεγάλη αξία στον ανθρώπινο χρόνο, ο οποίος, με τη σειρά του, γίνεται και αυτός συντελεστής παραγωγής πλούτου. Δεν είναι έτσι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι, στον σημερινό αναπτυγμένο κόσμο, οι τεχνολογικές πρόοδοι ευνοούν την ταχύτητα σε όλα τα επίπεδα και την καθιστούν συγκριτικό πλεονέκτημα. Αν αναλογιστεί κανείς ποιος είναι ο παραγωγικός ρόλος της ταχύτητας στη μεταφορά γνώσεων, τότε καταλαβαίνει πόσο σωστός και διορατικός ήταν πριν από 40 χρόνια ο Schultz.
Εξάλλου, εξόχως επίκαιρα είναι και αυτά που έγραφε ο διάσημος οικονομολόγος στο βιβλίο του «Επενδύοντας στον Άνθρωπο», όπου τόνιζε ότι οι επενδύσεις στην εκπαίδευση δεν είναι μία απλή κατανάλωση, αλλά η πιο σοβαρή τοποθέτηση στη βελτίωση των επιχειρηματικών δεξιοτήτων του ατόμου, το οποίο έτσι αποκτά σοβαρά ερείσματα δημιουργικότητας και αναζήτησης της καινοτομίας. Συνεπώς, η εκπαίδευση και η ποιότητά της αποτελούν παράγοντα τιθάσευσης των ανισορροπιών που μοιραία προκαλούν οι οικονομικοί νεωτερισμοί.
Στη βάση αυτών των απόψεων -που ήταν το προϊόν μακροχρόνιων ερευνών- ο Schultz τόνιζε ότι η ποιοτική προώθηση των εκπαιδευτικών συστημάτων στις υπό ανάπτυξη χώρες υπονομεύεται από τις κατά τόπους γραφειοκρατίες και ελάχιστα δημοκρατικές πολιτικές εξουσίες, οι οποίες φοβούνται τη διάχυση της γνώσης και την εξ αυτής δημιουργία κριτικού πνεύματος. Υπογράμμιζε έτσι ότι η καθυστέρηση των υπό ανάπτυξη χωρών ήταν περισσότερο πρόβλημα ποιότητας του ανθρώπινου δυναμικού τους παρά πλουτοπαραγωγικών πηγών.
Όντως, από την άποψη αυτή, ο συγγραφέας του «Επενδύοντας στον Άνθρωπο» δεν είχε άδικο – χωρίς αυτό να τον απαλλάξει από αμέτρητες κριτικές και ξόρκια που δέχθηκε, κυρίως από τους ανθρώπους του υπαρκτού ολοκληρωτισμού και των ιδεολογικών συνοδοιπόρων του. Οι οποίοι, βέβαια, ακόμα και σήμερα αδυνατούν να εξηγήσουν γιατί χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ελβετία, η Φινλανδία, η Δανία κ.ά., με σχεδόν μηδενικές πλουτοπαραγωγικές πηγές, είναι από τις πλουσιότερες στον κόσμο. Ωστόσο, η απάντηση στην παρατήρηση αυτή είναι σχετικά απλή. Όλες οι παραπάνω χώρες διαθέτουν υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό και από τα πρώτα στις διεθνείς κατατάξεις εκπαιδευτικά συστήματα. Έχουν έτσι ένα σοβαρό συγκριτικό πλεονέκτημα στο επίπεδο της ποιότητας των ανθρώπων, που μεταφράζεται και σε ποιοτικά ανώτερη επιχειρηματικότητα.
Αυτή η τελευταία, κατά τον Theodore W. Schultz, είναι προϊόν εκπαιδεύσεως και όχι μιας κάποιας δωρεάς της τύχης. Ναι μεν σε συγκεκριμένα άτομα υπάρχει έμφυτο το επιχειρηματικό ταλέντο, όμως για να γονιμοποιηθεί και να δώσει τα μέγιστα αποτελέσματα έχει ανάγκη και από τη σχετική ποιοτική εκπαίδευση. Ιδιαίτερα δε στις σημερινές κοινωνίες, όπου οι πνευματικές και μορφωτικές δεξιότητες παίζουν καθοριστικό ρόλο.
Όλες αυτές οι θεμελιακές για την ανάπτυξη και ευημερία πτυχές αγνοήθηκαν προκλητικά, κυρίως στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Συστηματικά, δε, οι κάποιες προσπάθειες που έγιναν για να βελτιωθεί και να ανέβει ποιοτικά το συνολικό εκπαιδευτικό μας σύστημα, πολεμήθηκαν λυσσωδώς από κατεστημένα συμφέροντα και βαθύτατα αντιδημοκράτες πολιτικούς. Έτσι, μέσα σε τριάντα χρόνια, οι παράγοντες αυτοί κατέστρεψαν ολοσχερώς το πνευματικό εποικοδόμημα της χώρας και οδήγησαν προς την πολιτισμική εξαχρείωση μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
Είναι λοιπόν επείγον για τη χώρα να ρίξει μεγάλο βάρος στην εκ βάθρων αναμόρφωση του εκπαιδευτικού της συστήματος, να το απελευθερώσει από τη βάρβαρη γραφειοκρατία και να το αφήσει να αναπτυχθεί υπό συνθήκες ανταγωνισμού. Αν αυτό δεν συμβεί εδώ και τώρα, το αύριο των νέων μας αναγγέλλεται άδηλο, αν όχι ζοφερό. Και ήδη τα πρώτα δείγματα μιας οδυνηρής εξέλιξης είναι ορατά.