Skip to main content

Η νέα εποχή της κόντρας

Από την έντυπη έκδοση 

Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Κανονικά, την προσοχή όλων από τις μετά-το-Eurogroup εξελίξεις θα ‘πρεπε να είχε συγκεντρώσει η δίδυμη αναβάθμιση του αξιόχρεου των ελληνικών τραπεζών από την S&P. Μετά τη γενική/across-the-board αναβάθμιση των τεσσάρων σε Β-/Β (από CC+/C), που ακολούθησε την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας σε Β+ από Β (τρία κλικ κάτω από το investment grade), είχαμε ήδη αναβάθμιση δυο επιμέρους σειρών ομολόγων: του καλυμμένου Οκτωβρίου 2017 της Εθνικής και του τιτλοποιημένου Estia I/Της Πειραιώς, σε ΒΒΒ-. Έτσι για πρώτη φορά μετά την κατολίσθηση της κρίσης φθάσαμε σε investment grade αξιολόγηση ελληνικών χαρτιών.

Παράλληλα, η τοποθέτηση του προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι σχετικά με τη δυνατότητα παράτασης του waiver για το ελληνικό χαρτί -και η δυνατότητα ένταξης, έστω και in extremis στα κατάλοιπα του Q.E.- ήταν μεν αυστηρή, καθώς υπενθύμισε ότι όλα θα κριθούν μετά το τέλος του Προγράμματος/20 Αυγούστου και αφού η ΕΚΤ κάνει τη δική της αξιολόγηση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, πλην όμως «κάτι» πιο θετικό ανεβαίνει ως σήμα από τις αγορές. Θα αναγνωρίσει η ΕΚΤ ότι οι δεσμεύσεις του Eurogoup, οι κινήσεις για το χρέος μέχρι το 2032 συν η enhanced surveillance/επηυξημένη εποπτεία πάντως μέχρι το 2022, «αρκούν» ώστε να θεωρηθεί η Ελλάδα ασφαλές στοίχημα, τώρα που ξεπαγώνουν οι αγορές; Θα αποτολμήσει ο ΟΔΔΗΧ και οι σύμβουλοι της κυβέρνησης να ξαναδοκιμάσουν έξοδο μέσα στο καλοκαίρι;

Αυτά, λογικά, θα συζητούσαμε! Όμως… μας προκύπτει μια νέα «εποχή της κόντρας». Πέρα από τους υψηλότατους τόνους στη Βουλή -αυτούς, ας πούμε, τους συνηθίσαμε!- είχαμε και τον πρωθυπουργό να στρέφει πυρά (με αφορμή τη γενική συνέλευση του ΣΒΒΕ, στη Θεσσαλονίκη) κατά του ΣΕΒ, διερωτώμενος «ποιες ακριβώς παραγωγικές δυνάμεις εκπροσωπεί» (για «κενό εκπροσώπησης της βιομηχανίας από τον ΣΕΒ» είχε μιλήσει από βήματος της Βουλής η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου που πήρε την πρωτοβουλία να εντάξει, χωριστά, τον ΣΒΒΕ στους θεσμικούς κοινωνικούς εταίρους). Κυρίως όμως θεωρώντας ότι τα κίνητρα τοποθετήσεων του Συνδέσμου, σε θέματα όπως των συντάξεων, είναι «αμιγώς πολιτικά».

Ο Θ. Φέσσας, σε συνέντευξη Τύπου, προειδοποίησε για την τάση «να διαιρεθεί η επιχειρηματικότητα σε καλούς και κακούς». Αλλά και επισήμανε ότι «οι αγορές δεν θα συγχωρήσουν τη διγλωσσία, το ξήλωμα των μεταρρυθμίσεων και την πολιτική πόλωση». Δεν άργησε η αντιπαράθεση να κορυφωθεί, με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Δημ. Τζανακόπουλο να αναφέρεται σε «λαγό του προέδρου της Ν.Δ. [που] κάνει πιο ακραίες δηλώσεις και από τους πλέον ακραίους δανειστές».

Έτσι που η ένταση της δημόσιας αντιπαράθεσης κορυφώνεται, αναζητήσαμε μιαν ιδιαίτερη κατάθεση. Του Γιώργου Αλογοσκούφη, ο οποίος είχε λειτουργήσει -ως πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (επί Στέφανου Μάνου)- σε μια εποχή όπως την χαρακτηρίζαμε στη «Βιομηχανική Επιθεώρηση» του Μαρτίου 2000 «κόντρας με την κοινωνία». Προσέξτε την τοποθέτησή του:

«Τότε οδηγηθήκαμε στην σύγκρουση για τη σύγκρουση με μια λογική που έλεγε ότι αν δεν συγκρουστείς, δεν πρόκειται να επιβληθείς. Κι αυτό αποδείχθηκε, ιστορικά τουλάχιστον, λάθος». Προερχόμενο, αυτό, από έναν άνθρωπο που λίγο αργότερα -το 2004 έως το 2007- εφήρμοσε/υλοποίησε την λογική της «ήπιας προσαρμογής» για να παραδεχθεί τώρα τελευταία το αδιέξοδο αυτής της επιλογής (όχι και τόσο συχνά πράγμα η αναγνώριση του αδιεξόδου και μιας επιλογής, στην ωραία μας χώρα!), έχει θαρρούμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. (Ίσως-ίσως να εξηγεί, μέσα από την αστοχία της σύγκρουσης για τη σύγκρουση, την επιλογή της ήπιας προσαρμογής…).

Όμως, έτσι όπως η Νέα Δημοκρατία αναζητά τελευταίως να δώσει την αίσθηση ότι διαθέτει μιαν γνήσια εναλλακτική πρόταση για την οικονομία, κάναμε μιαν άλλη βουτιά. Να δούμε πώς προσέγγιζε το ίδιο θέμα -πριν πολλά χρόνια, στην ίδια «Βιομηχανική Επιθεώρηση» (του Μαΐου 1996)- ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, λίγα σχετικά χρόνια αφότου είχε χάσει την εξουσία. Η απόφανσή του: «Για να πραγματοποιηθούν οι αλλαγές που έχει ανάγκη η Ελλάδα, χρειάζεται ένας πολιτικός φορέας με ισχυρή ψυχική ενότητα και τη φλόγα της αυτοθυσίας. Κι αυτό δεν γίνεται με κομματικές συμμαχίες και συνεργασίες».

Σε κάνει να σκέφτεσαι, αυτή η τοποθέτηση, έτσι όπως σήμερα τίθεται και πάλι το ζήτημα της αναζήτησης της αυτοδυναμίας (από τη Ν.Δ., έναν πολιτικό χώρο που οι δημοσκοπήσεις δείχνουν να προηγείται εδώ και καιρό, αν και το πελώριο περιθώριο αναποφάσιστων συν η χαμηλή συσπείρωση των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ συντηρεί επιφυλάξεις για την τελική έκβαση). Εγκαθιστάμεθα οριστικά μέχρι τις εκλογές σε εποχή «κόντρας για την κόντρα»;