Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Θυμάμαι τον Μιχαήλ Βοσλένσκι (1920-1997), Ρώσο συγγραφέα του πολύκροτου βιβλίου «Η Νομενκλατούρα», στα τέλη της δεκαετίας του 1980, σε επίσκεψή του στην Αθήνα, να μου εξηγεί γιατί ο κομμουνισμός στην τότε Σοβιετική Ένωση έβαινε προς το τέλος του λόγω πρόωρου μεν, αλλά βαθύτατου γήρατος. «Το σύστημα» έλεγε, «είναι τόσο κλειστό και γερασμένο, ώστε δεν μπορεί να συλλάβει τα στοιχειώδη από την εποχή του. Με πιο απλά λόγια, δεν κατανοεί το βάθος των εξελίξεων και άρα δεν μπορεί να πάρει σωστές αποφάσεις. Η νομενκλατούρα το έχει παραλύσει. Οι προσπάθειες και πρωτοβουλίες του Γκορμπατσώφ είναι έτσι μάταιες και θα αποτύχουν». Λίγα χρόνια αργότερα, η πρόβλεψη του Μ. Βοσλένσκι επιβεβαιωνόταν και στη σύγχρονη ιστορία του ανθρώπου άνοιγε ένα νέο κεφάλαιο, τόσο σε γεωπολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο.
Κατά τον Αμερικανό διανοούμενο και συγγραφέα Φράνσις Φουκουγιάμα, από το 1991 και μετά είχε σημάνει η ώρα της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της πλανητικής της εξάπλωσης. Ο οικονομολόγος και καθηγητής Τζορτζ Γκίλντερ, από την πλευρά του, έκανε τότε λόγο για τον θρίαμβο του καπιταλισμού, ενώ πολλοί άλλοι διανοούμενοι ανταγωνίζονταν την ίδια περίοδο σε εγκώμια για την παγκοσμιοποίηση και την ανοδική της πορεία.
Στο πλαίσιο αυτής της γενικής τότε αισιοδοξίας για το μέλλον του κόσμου μας, θυμάμαι μία συνάντησή μου με τον Γάλλο φιλόσοφο Εντγκάρ Μορέν στο Άπελντοορν της Ολλανδίας. «Ο κόσμος γίνεται όλο και πιο πολύπλοκος και υπόκειται σε ταχύτατες μεταβολές. Έχω την αίσθηση ότι ο 21ος αιώνας θα είναι αυτός της αντιπαράθεσης του ανοικτού με το κλειστό. Αντιπαράθεση που θα έχει μεγάλες πολιτικές επιπτώσεις και στη Δύση» μου είχε πει τότε. Και έβλεπε σωστά.
Από τη στιγμή που αυταρχικά καθεστώτα, όπως αυτό της Κίνας για παράδειγμα, κατάλαβαν επιτυχώς ήδη από την αρχή της δεκαετίας του 1980 ότι μπορούν να πάρουν μέρος στην οικονομική παγκοσμιοποίηση, χωρίς υψηλό πολιτικό κόστος στο εσωτερικό τους, το διεθνές γεωπολιτικό τοπίο καλούνταν να αλλάξει. Ακόμα, όταν μία χώρα όπως η Ινδία αντιλαμβανόταν ότι ο φιλελεύθερος κρατισμός της έχει χρεοκοπήσει, αυτό ήταν σημαντικό. Κάτι παρόμοιο ισχύει σήμερα και για τη Σιγκαπούρη, ένα από τα πιο καινοτόμα και πετυχημένα οικονομικά κέντρα του πλανήτη.
Η μικρή αυτή χώρα έχει ένα πανύψηλο ετήσιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το οποίο ξεπερνά τα 80.000 δολάρια – είναι δε σαφώς ανώτερο από το αντίστοιχο των ΗΠΑ, της Ελβετίας και των πλούσιων σε πετρέλαιο Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Όμως η Σιγκαπούρη δεν σταματά μόνον στο επίπεδο αυτό. Στους κάθε λογής δείκτες κατάταξης των χωρών με βάση το πόσο καινοτόμες είναι, φιγουράρει πάντοτε στην πρώτη δεκάδα. Με μόλις 4,5 εκατομμύρια κατοίκους, η χώρα αυτή διαθέτει τα συστήματα και τις αρμοδιότητες μιας εθνικής κυβέρνησης, αλλά έχει το μέγεθος μιας μεγάλης πόλης. Επιβάλλει περιορισμούς στην ελεύθερη έκφραση και στην ελευθερία του συνέρχεσθαι, αλλά αποτελεί και τη χώρα με τη μεγαλύτερη θρησκευτική ποικιλομορφία στον κόσμο. Με άλλα λόγια, στον κόσμο του 21ου αιώνα η Σιγκαπούρη αποτελεί, από πολλές πλευρές, ένα καινούργιο πολιτικό και οικονομικό παράδειγμα.
Και το τελευταίο, κάποιοι βαρύγδουποι δυτικοί αναλυτές καλά θα έκαναν να το αναλύουν με ασιατικά και όχι με δυτικά κριτήρια. Διότι τα προβλήματα της «ανοικτότητας» που παρατηρούνται στον ασιατικό χώρο δεν είναι ακριβώς ίδια με τα αντίστοιχα στον αποκαλούμενο φιλελεύθερο δυτικό κόσμο.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι δύο σημαντικότερες ανερχόμενες οικονομικές δυνάμεις στον πλανήτη μας, η Κίνα και η Ινδία, αντιμετωπίζουν με τους δικούς τους τρόπους την αυξανόμενη ανάγκη για «ανοικτότητα». Από κοινού αντιπροσωπεύουν πάνω από το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού και έχουν σημειώσει τα ταχύτερα αναπτυξιακά άλματα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις έχουν βγάλει από τη φτώχεια μισό δισεκατομμύριο ανθρώπους στην Κίνα και έχουν περιορίσει κατά το ήμισυ και πλέον τη φτώχεια στην Ινδία. Και οι δύο έχουν μεταμορφωθεί και, από χώρες όπου οι λιμοί εξολόθρευαν δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους κατά τον 20ό αιώνα, έχουν γίνει δύο από τις μεγαλύτερες και πιο δραστήριες οικονομίες παγκοσμίως. Στο μέλλον θα υποστούν μετασχηματιστικές αλλαγές εξίσου μοναδικές με εκείνες των προηγούμενων τριών δεκαετιών.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν η πετρελαϊκή κρίση άλλαξε τον κόσμο, η Κίνα κατάλαβε ότι το κλειστό πολιτικό της σύστημα θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του μόνον με μια ανοικτή οικονομία. Τώρα έχει πλήρως καταλάβει ότι το σύστημα αυτό πρέπει να προσαρμοσθεί στις απαιτήσεις των κοινωνιών της γνώσης και της καινοτομίας. Πώς μπορεί να συμβεί αυτό;
Μόνον εξάγοντας κλειστές πολιτικές αντιλήψεις στη Δύση. Μόνον δηλαδή εξάγοντας αντιλήψεις αυταρχισμού στη Δύση. Σημειώστε παρακαλώ αυτή την παρατήρησή μας και δώστε προσοχή σε αυτά που λένε οι κ.κ. Τραμπ, Ορμπάν και άλλοι τίνες, όπως και η κ. Λεπέν στη Γαλλία. Η νέα αντιπαράθεση έχει ξεκινήσει και όποιος θέλει ας το καταλάβει. Κάποιοι θέλουν επί της Γης «κοινωνίες υπηκόων» και άλλοι εμμένουν στις κοινωνίες των πολιτών…