Από την έντυπη έκδοση
Της Τατιάνας Ψαριανού,
partner της εταιρείας Οικονομικών Συμβούλων & Ελεγκτών Γραφείο Ψαριανού Α.Ε.
Όπως έχουμε επισημάνει και σε άλλα άρθρα μας, η φορολόγηση των αποθεματικών που προκύπτουν από διάφορους νόμους αποτελεί ένα ακανθώδες θέμα, αφού τα αποθεματικά διέπονται από αρκετούς νόμους και η ισχύς των διατάξεων αυτών συνοδεύει την επιχείρηση σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της, ακόμα και μέχρι τη διάλυσή της.
Θεωρούμε ότι τα λογιστήρια των επιχειρήσεων θα πρέπει συγχρόνως με τον σχηματισμό των αφορολογήτων αποθεματικών να δημιουργούν ηλεκτρονικό φάκελο, όπου θα περιγράφονται, ανά αποθεματικό και νόμο, όλα τα ειδικά στοιχεία του σχηματισμού τους, δηλαδή σε τι οικονομικά στοιχεία αναφέρονται, το ύψος, τις προϋποθέσεις και την υποχρέωση της επενδυτικής κάλυψής τους, τον χρόνο και τον τρόπο φορολόγησής τους, καθώς και τις διατάξεις που διέπονται. Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουν τα λογιστήρια τα στοιχεία αυτά, αφού μπορεί να γίνει χρήση των εν λόγω πληροφοριών αρκετά χρόνια μετά τον σχηματισμό των αποθεματικών, ακόμα και κατά τον χρόνο της λύσης των επιχειρήσεων.
Μεταξύ των διαφόρων περιπτώσεων σχηματισμού αφορολογήτων αποθεματικών, πιστεύουμε ότι θα παρουσίαζε αρκετό ενδιαφέρον εκείνη της φορολόγησης της υπεραξίας από εκτίμηση ακινήτου και του χρόνου καταβολής του Φόρου Μεταβίβασής του, όπως οι φόροι αυτοί προσδιορίστηκαν κατά τη συγχώνευση της εταιρείας με τις διατάξεις του Ν. 1297/72.
Βάσει της παρ.2, του άρθρου 2, του Ν. 1297/72, «Η […] υπεραξία, διαπιστούμενη δι’ απογραφής των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού των συγχωνευομένων […] επιχειρήσεων και εμφανιζόμενη απαραιτήτως εις ειδικούς λογαριασμούς της συγχωνευούσης […] μέχρι του χρόνου διαλύσεώς της, θεωρείται περιερχομένη εις ταύτην και φορολογείται κατά τον χρόνον της καθ’ οιονδήποτε τρόπον διαλύσεώς της».
Στην ΠΟΛ. 25/19.5.1973 διευκρινίζεται: «Ειδικώτερον, η διευκόλυνσις συνίσταται εις το ότι η τυχόν προκύπτουσα υπεραξία των μετοχών της διαλυομένης ανωνύμου εταιρείας […] υπόκειται εις φόρον εισοδήματος θεωρουμένη ως διανεμόμενον μέρισμα, ως και η υπεραξία του κεφαλαίου, ήτις προκύπτει εκ της εισφοράς εις την ανώνυμον εταιρείαν […] των περιουσιακών στοιχείων των συγχωνευομένων επιχειρήσεων, ήτις φορολογείται επίσης ως κέρδος εξ εμπορικών επιχειρήσεων, […] δεν θα υπόκειται εις φόρον εισοδήματος κατά τον χρόνον της συγχωνεύσεως […], αλλά κατά τον χρόνον της καθ’ οιονδήποτε τρόπον διαλύσεως αυτών. Ούτω κατά την διάλυσιν της εταιρείας, εάν μεν πρόκειται περί ανωνύμου εταιρείας, η υπεραξία θα φορολογηθή επ’ ονόματι των τότε κομιστών των τίτλων αυτής κατά τα εν άρθρω 26 παρ. 2 του Ν.Δ. 3323/1955 οριζόμενα […]. Δια να καταστή εφικτή η φορολόγησις της υπεραξίας κατά τον χρόνον της διαλύσεως της εταιρείας, θεσπίζεται, […] η υποχρέωσις εμφανίσεως ταύτης υπό της εταιρείας εις ειδικούς λογαριασμούς, οίτινες θα παραμείνουν αμετάβλητοι εις τα βιβλία αύτης καθ’ όλην την διάρκειαν λειτουργίας της εταιρείας».
Επομένως, η υπεραξία που προκύπτει από την αποτίμηση των στοιχείων των εταιρειών που συγχωνεύονται φορολογείται μόνο κατά τη διάλυση της εταιρείας.
Σύμφωνα με την παρ. 1, του άρθρου 3, παρέχεται «απαλλαγή από του φόρου μεταβιβάσεως ακίνητων […] υπό την προϋπόθεσιν ότι θα χρησιμοποιηθή (το ακίνητο) δια τας ανάγκας της συγχωνευούσης […] εταιρείας τουλάχιστον επί μιαν πενταετίαν από της συγχωνεύσεως. […] Κατά την διάρκειαν της πενταετίας επιτρέπεται όπως η συγχωνεύουσα ή συνιστωμένη εταιρεία, υπό την προϋπόθεσιν, ότι δεν μεταβάλλεται το κύριον αντικείμενον των εργασιών της. […] β. Εκποιή τα συνεπεία της συγχωνεύσεως ή μετατροπής αποκτώμενα ακίνητα, υπό την προϋπόθεσιν ότι το προϊόν της εκποιήσεως θα χρησιμοποιηθή εντός προθεσμίας δύο (2) ετών από της εκποιήσεως δια την απόκτησιν ακινήτων ή ετέρων καινουργών παγίων περιουσιακών στοιχείων, ίσης τουλάχιστον αξίας, τα οποία θα εξυπηρετούν τας ανάγκας της επιχειρήσεως, ή δι’ εξόφλησιν, οφειλών εκ δανείων και πιστώσεων προς τραπεζικά Ιδρύματα, φορολογικών υποχρεώσεων προς το Δημόσιον, ως και ασφαλιστικών εισφορών προς Ασφαλιστικά Ιδρύματα και Ταμεία, υφισταμένων κατά την εκποίησιν των ακινήτων».
Επιπρόσθετα, στην ΠΟΛ. 25/19.5.1973, αναφέρεται ότι «Εν περιπτώσει διαλύσεως, της συγχωνευούσης […] εταιρείας προ της παρόδου πενταετίας από της συγχωνεύσεως […], συμφώνως προς τας διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 5 του κοινοποιημένου Νομ. Δ/τος, υποχρεούται αύτη εις την καταβολήν του φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων, του οποίου απηλλάγη βάσει των διατάξεων του άρθρου 3, κατά τα προεκτεθέντα».
Συνεπώς, η απαλλαγή από το Φόρο Μεταβίβασης Ακινήτων παρέχεται εφόσον το ακίνητο χρησιμοποιηθεί από την εταιρεία τουλάχιστον για πέντε (5) έτη. Μετά την πενταετία, ακόμη και αν εκποιηθεί, δεν υποχρεούται σε καταβολή του Φόρου Μεταβίβασης Ακινήτων, για τον οποίο είχε απαλλαχθεί κατά τη συγχώνευση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1297/72.