Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Κάποιους σ’ αυτόν τον πλανήτη τούς έχει χτυπήσει μέσα σε μια πυκνή δεκαετία πυρκαγιά, πλημμύρα, οικονομική κρίση, λιμός και πανδημία και νομίζουν ότι φταίει το κακό μάτι ή μια παγκόσμια συνωμοσία. Τα τελευταία 20 χρόνια είχαμε την εμπειρία δύο κορονοϊών, αν και η εξάπλωσή τους ήταν σχετικά περιορισμένη, και τη γρίπη του 2009. Η πιθανότητα μιας πανδημίας ήταν, λοιπόν, γνωστή, μόνο το ραντεβού δεν είχε οριστεί.
Ήταν ένας κίνδυνος, που -απ’ ό,τι μας λένε οι ειδικοί- μπορούσε να προβλεφθεί, το μέγεθος του κινδύνου μόνο δεν χώραγε σε κουτί. Εκεί, ναι, κινούμασταν στο βασίλειο της αβεβαιότητας.
Κάτι ανάλογο ισχύει και με την αποκαλούμενη επιστροφή στην κανονικότητα. Έχει κινδύνους κι αυτή
-αυτό είναι βέβαιο-, το μέγεθός τους είναι ανοικτό.
Όταν η πανδημία τελειώσει, όταν βγει από τον αναπνευστήρα μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων, κυρίως μικρών και μεσαίων, όταν αρθούν εργασιακές αναστολές και στερέψουν τα επιδόματα, όταν αυξηθεί η πίεση και στο δημοσιονομικό πεδίο, όταν αρχίζει να σφίγγει και η νομισματική πολιτική…
«Καλά, θα εκτιναχθεί το σπιράλ της ευρωπαϊκής οικονομίας και ανησυχία καμία». Μακάρι, αλλά η ελπίδα δεν είναι μια στέρεη βάση για πολιτική, όταν υπάρχουν προβληματικές εταιρείες, η ημέρα κρίσεως για τις οποίες έχει αναβληθεί, όταν η αγορά εργασίας δεν συγχρονίζεται ακόμη και με θεαματική ανάπτυξη, αν η εμπιστοσύνη αργήσει να φανεί ή αν η οικονομία συμπεριφερθεί όπως ο ασθενής που έχει μείνει μήνες στην εντατική. Ό,τι δεν χρησιμοποιείται πλήρως για καιρό ατονεί, κι αυτό δεν είναι άγνωστο, θαρρώ.
Το ερώτημα είναι, λοιπόν, τι θα συμβεί μετά την πανδημία σε μια Ευρώπη όπου οι πολιτικοί κλυδωνισμοί και οι αποχαιρετισμοί είναι ήδη γνωστοί. Οι κυνικοί θα απαντήσουν «ό,τι συνέβη και με την πανδημία», όπου η βεβαιότητα ήταν μία. Η ανισότητα.
Ας τους διαψεύσουμε, ας μην τρέχουμε διαρκώς πίσω από το Κάρο του Σανού του Ιερώνυμου Μπος.