Skip to main content

Το νέο καθεστώς παρακολούθησης ΑΞΕ στην Ε.Ε.

Από την έντυπη έκδοση

Του Ιωάννη Παπαδόπουλου*
*
αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

Σε ένα διεθνές σκηνικό αυξανόμενων εντάσεων, λόγω της επανεμφάνισης του εμπορικού προστατευτισμού και του οικονομικού εθνικισμού, η Ε.Ε. είναι η μοναδική μεγάλη γεωπολιτική οντότητα που δεν διαθέτει ακόμα έναν ενιαίο μηχανισμό ελέγχου και έγκρισης άμεσων ξένων επενδύσεων – ΑΞΕ (Foreign Direct Investment – FDI), σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Ιαπωνία και την Αυστραλία.

Επί του παρόντος, περίπου τα μισά από τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. διαθέτουν ένα τέτοιο μηχανισμό για την προστασία των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεών τους για λόγους ασφάλειας ή δημόσιας τάξης. Στο όνομα ενός δογματικού και αφελούς οικονομικού φιλελευθερισμού laissez faire laissez passer, η Ε.Ε. παραγνώρισε το γεγονός ότι οι διεθνείς ανταγωνιστές μας έχουν ορθώσει αντίστοιχους φραγμούς στην εσωτερική τους αγορά. Όμως η Επιτροπή Γιούνκερ άνοιξε για πρώτη φορά αυτόν τον φάκελο με ένα έγγραφο που δημοσίευσε τον Μάιο του 2017, όπου τόνισε την ανάγκη διατήρησης ενός ανοιχτού επενδυτικού περιβάλλοντος, όμως αναγνώρισε και την ανάγκη προστασίας των ζωτικών οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε.

υτό το πρώτο στρατηγικό κείμενο σύντομα ακολουθήθηκε από νομοθετική πρωτοβουλία. Τον Σεπτέμβριο 2017, η Επιτροπή δημοσίευσε μία πρόταση κανονισμού για την παρακολούθηση (screening) των εισροών FDI προς την Ε.Ε. Στις 28 Μαΐου 2018 η Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ψήφισε μια έκθεση που καλεί για στενότερο έλεγχο του FDI, ιδίως λόγω των αυξανόμενων ανησυχιών για τις εξαγορές ευρωπαϊκών επιχειρήσεων από κινεζικές. Ο εισηγητής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Frank Proust δήλωσε: «Χωρίς να κυλήσουμε στον προστατευτισμό, είναι η ώρα να δείξουμε ότι η Ευρώπη δεν είναι πια αφελής όσον αφορά την παγκοσμιοποίηση. Είμαστε αντίθετοι με τις σκιώδεις ή επιβλαβείς ξένες επενδύσεις, ιδίως με αυτές που υποκρύπτουν πολιτικές φιλοδοξίες για έλεγχο βιομηχανιών ή τεχνολογιών».

Η αρχική νομοθετική πρόταση της Επιτροπής προέβλεπε κατ’ αρχήν ένα βασικό νομικό πλαίσιο για όλους τους εθνικούς μηχανισμούς παρακολούθησης και έγκρισης FDI, το οποίο να χορηγεί δικαίωμα δικαστικής προσφυγής κατά των αποφάσεων έγκρισης των αρμόδιων οργάνων, μια ρήτρα μη διάκρισης μεταξύ των επενδύσεων των διαφορετικών τρίτων χωρών (εκτός Ε.Ε.), διαφάνεια και αποκλειστικές προθεσμίες. Κατά δεύτερον, έναν ενδεικτικό κατάλογο παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τα αρμόδια όργανα κατά τη διαδικασία παρακολούθησης και ελέγχου. Επίσης, μία νέα αρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδίδει μη δεσμευτική γνωμοδότηση προς το ενδιαφερόμενο κράτος-μέλος αν το FDI θέτει θέματα ασφάλειας ή δημόσιας τάξης προγραμμάτων «ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος», οπότε το ενδιαφερόμενο κράτος-μέλος θα οφείλει να αιτιολογήσει ειδικά στην Επιτροπή την επιμονή του στην απόφαση έγκρισης. Τέλος, ένας μόνιμος μηχανισμός συνεργασίας μεταξύ κρατών-μελών και της Επιτροπής για τη βελτίωση του ευρωπαϊκού συντονισμού της παρακολούθησης FDI και την εγρήγορση όλων των κρατών-μελών σε θέματα ασφάλειας ή δημόσιας τάξης επ’ αφορμή σχεδιαζόμενου FDI σε ένα κράτος-μέλος. Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη-μέλη διατηρούν τον τελευταίο λόγο σε θέματα FDI και κανένα κράτος-μέλος δεν υποχρεούται να δημιουργήσει ένα μηχανισμό παρακολούθησης FDI, κάτι που προφανώς εξασθενεί την πρόταση.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί να καταρτιστεί μια μακρύτερη λίστα σε παράρτημα, η οποία να περιέχει περισσότερα «κριτικά οικονομικά πεδία» που θα πρέπει να ελέγχονται πριν από οποιαδήποτε εξαγορά από ή συγχώνευση με αλλοδαπή εταιρεία, συμπεριλαμβανομένων των μέσων ενημέρωσης, της εκλογικής υποδομής, της ανάλυσης δεδομένων, της βιοϊατρικής και της αυτοκινητοβιομηχανίας, η οποία έχει εξελιχθεί σε μια τεράστια «σκούπα» δεδομένων λόγω της αυξανόμενης ψηφιοποίησης ενσωματωμένων στα οχήματα υπηρεσιών.

Η έκθεση του Κοινοβουλίου δίνει μεγαλύτερη έμφαση στο κρατικά ελεγχόμενο FDI, δηλαδή στις εξαγορές από ή συγχωνεύσεις με δημόσιες επιχειρήσεις τρίτων χωρών. Το σκεπτικό πίσω απ’ τον πολιτικό βολονταρισμό του Κοινοβουλίου είναι το λεπτό ζήτημα της μεταφοράς τεχνολογίας από ευρωπαϊκές προς ξένες επιχειρήσεις, κάτι για το οποίο ούτε η Επιτροπή αλλά ούτε και το Συμβούλιο έχουν δείξει ιδιαίτερη ευαισθησία μέχρι τώρα, ενώ συμβαίνει κατά κόρον στην περίπτωση των κινεζικών εταιρειών.

Ο πολιτικός συσχετισμός ισχύος δεν είναι ευνοϊκός, καθώς ορισμένα κράτη-μέλη όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ουγγαρία επιζητούν έντονα FDI από κινεζικές επιχειρήσεις, ενώ άλλα κράτη-μέλη όπως η Ολλανδία, η Δανία και η Σουηδία είναι οπαδοί του ελεύθερου εμπορίου και δεν επιθυμούν τη νομοθέτηση μέτρων που να μπορούν να εκληφθούν ως προστατευτισμός. Ωστόσο, όλα τα πολιτικά σημάδια δείχνουν την αυξανόμενη ανασφάλεια και δυσφορία της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης απέναντι στο φαινόμενο της απώλειας του ελέγχου στις κινήσεις κεφαλαίων και στη λήψη στρατηγικών οικονομικών αποφάσεων. Αν η Ε.Ε. αδρανήσει, η ειρωνεία είναι ότι τα φαινόμενα εθνικισμού θα αυξηθούν, αντί να μειωθούν, στη γηραιά ήπειρο.