Skip to main content

Η Κίνα κρατά τον άσο

Από την έντυπη έκδοση

Της Έφης Τριήρη
[email protected]

Δασμούς 25% σε κινεζικά αγαθά αξίας 50 δισ. δολ. ανήγγειλε την Παρασκευή ο Ντόναλντ Τραμπ, για να προστατεύσει τα αμερικανικά δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και την τεχνολογία. Το Πεκίνο απάντησε ταχύτατα με ανακοίνωση δικών του αντίστοιχων δασμών σε ισόποσης αξίας αμερικανικά αγαθά. Και καθώς οι δύο υπερδυνάμεις έρχονται πολύ πιο κοντά σε εμπορικό πόλεμο, το ερώτημα που θέτουν ειδικοί αναλυτές είναι το εξής: Πρόκειται για ένα παιχνίδι που οι ΗΠΑ μπορούν να κερδίσουν;

Ο Αμερικανός πρόεδρος προτάσσει ως βασικό στόχο τη μείωση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ με την Κίνα από τα 370 δισ. δολ. στα 200 δισ. δολ. έως το 2020. Εάν όμως ληφθούν υπόψη οι κινεζικές εξαγωγές προστιθέμενης αξίας, το έλλειμμα των ΗΠΑ είναι το μισό από αυτό που φαίνεται. Και εάν προστεθεί και το αμερικανικό πλεόνασμα σε κάποιους «αθέατους» τομείς μαζί με τα χρήματα που οι ΗΠΑ επαναπατρίζουν από επενδύσεις στην Κίνα, το έλλειμμα μειώνεται από το 2% του αμερικανικού ΑΕΠ στο 0,8%, σύμφωνα με την Oxford Economics.

Όλο το παιχνίδι, λοιπόν, παίζεται στο ποσοστό της πνευματικής ιδιοκτησίας αμερικανικών επιχειρήσεων που κατέχει η Κίνα από τρεις δραστηριότητες: εταιρική κατασκοπεία, κλοπές στον κυβερνοχώρο και τεχνολογία με αντάλλαγμα πρόσβαση στην αγορά. Αυτό έχει να κάνει με μία εδραιωμένη κινεζική πολιτική που απαιτεί από κάθε ξένη επιχείρηση η οποία επιθυμεί να δραστηριοποιηθεί στην Κίνα να συστήσει κοινοπραξία με κινεζική εταιρεία. 

Το θέμα είναι μήπως είναι λίγο αργά για ριζικές αλλαγές. Και αυτό επειδή η Κίνα δεν χρειάζεται πλέον τον κανόνα για τις κοινοπραξίες, καθώς ήδη αρκετοί τομείς και επιχειρήσεις της είναι άκρως ανταγωνιστικοί. Επιπλέον, η Κίνα εξάγει ετησίως αγαθά αξίας άνω των 2 τρισ. δολ., εκ των οποίων μόλις 400 έως 500 δισ. δολ. πηγαίνουν στις ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, πολλά από τα αιτήματα της κυβέρνησης Τραμπ είναι πράγματα που η Κίνα ήδη κάνει, αν και σε κάπως βραδύ ρυθμό. Μήπως, λοιπόν, οι κινήσεις των ΗΠΑ έχουν να κάνουν περισσότερο με τη βελτίωση του ποσοστού δημοτικότητας της κυβέρνησης Ντόναλντ Τραμπ στο εσωτερικό τους εν όψει μάλιστα των εκλογών του Κογκρέσου τον Νοέμβριο του 2018;