Skip to main content

Θεωρίες Οργανώσεων

Των Κωνσταντίνου Ζοπουνίδη,

Καθηγητής στο Πολυτεχνείο Κρήτης, επίτιμος διδάκτορας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ακαδημαϊκός, Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών της Ισπανίας και Distinguished Research Professor, Audencia Business School, France

Μιχάλη Δούμπου,
Καθηγητής στο Εργαστήριο Financial Engineering, Πολυτεχνείο Κρήτης

και Μαριάννας Εσκαντάρ,
Μεταπτυχιακή φοιτήτρια, MBA, μέλος εργαστηρίου Financial Engineering, Πολυτεχνείο ΚρήτηςΑνάλυση βιβλίου 

Théories des Organisations (Θεωρίες Οργανώσεων)
Jean – Michael Saussois
Collection Repères
La découverte
3ème Édition , 2019

Πως θεωρούμε μια οργάνωση ως αντικείμενο έρευνας;

Απαντώντας με την κοινή λογική, θεωρούμε ότι μια οργάνωση είναι πρώτα από όλα μια υπόθεση προσώπων “που κάνουν πράγματα μαζί”, δηλαδή, ένα ανθρώπινο συλλογικό όργανο. Μερικοί προσθέτουν ότι είναι οι σχέσεις από άνθρωπο σε άνθρωπο που είναι σημαντικές παρά τα ίδια τα άτομα. Άλλοι απαντούν ότι αυτό που μετράει, είναι η διασταύρωση μεταξύ αυτού που προέρχεται από την τεχνική και αυτού που προέρχεται από την κοινωνία. Κάποιοι, τέλος, επιβεβαιώνουν ότι είναι οι δομές που αποτελούν το στοιχείο το πιο καθοριστικό. Εάν ανακατέψουμε αυτά τα τέσσερα επίπεδα, είναι πιθανόν να εντοπίσουμε διάφορες θεωρίες οργανώσεων και όχι μια θεωρία οργανώσεων.

Ο στόχος αυτού του βιβλίου είναι να γίνει η παρουσίαση όχι των ίδιων των οργανώσεων, αλλά των θεωριών που τις προσδιορίσουν. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι χωρίς την τέχνη του μάνατζμεντ, δεν θα μπορούσε να υπάρχουν θεωρίες οργανώσεων. Ο όρος οργάνωση κρύβει πολλές έννοιες και είναι δύσκολο να προσδιορισθεί η κατάλληλη σημασία του. Τρεις έννοιες μπορούν να αποδοθούν. Η αποτελεσματικότητα, μια έννοια δύσκολη να ορισθεί κα για την οποία οι οικονομικοί επιστήμονες δεν συμφωνούν. Η οργάνωση ως λειτουργία είναι η δεύτερη έννοια. Η λειτουργία στηριζόμενη σε βασικές αρχές ώστε να αποδώσει μια ορθολογική ενέργεια. Η Τρίτη έννοια προϋποθέτει μια σκέψη πολύ γενικευμένη που αναφέρεται στη συλλογική ενέργεια ή στη σχέση μεταξύ οργάνωσης και ενέργειας. Δεν υπάρχει οργάνωση και διαμέσου της ενέργειας και έτσι καθορίζεται το  μοντέλο που κρύβεται.

Αυτές οι θεωρίες σχηματίζουν ένα πραγματικό καλειδοσκόπιο. Αρχικά, θεωρούνται προϊόντα και ως τέτοια δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές έξω από το πλαίσιο παραγωγής και σημασίας τους. Οι πρωτοπόροι στο χώρο αυτό ήταν Herbert Simon, Chester Barnard, Charles Perrow, James March, Mary Douglas, Frederick Emery, Eric Trist, Gregory Bateson, Ikujiro Nonaka, αλλά και αυτοί που ακολούθησαν ήξεραν να καταστήσουν τις έννοιες αυτές λειτουργικές. Peter Drucker ή Henri Mintzberg για το μάνατζμεντ, Igor Ansoff ή Michael Porter για τη στρατηγική.

Το βιβλίο αποτελείται από έξι κεφάλαια και τα συμπεράσματα.  Αυτά είναι:

  • επιστημολογία και μέθοδοι
  • ενδεχομενική σχολή
  • συστημική σχολή
  • συμπεριφορική θεωρία των οργανώσεων
  • θεωρίες μάθησης και θεωρίες ενέργειας
  • υπερβάσεις μεταξύ των θεωριών
  • συμπεράσματα.

Επιστημολογία και μέθοδοι

Στην επιστημολογία των οργανώσεων ξεχωρίζουν η επιστήμη και οι αρχές ενέργειας ( το διάσημο ακρώνυμο: POSCORB (Planning, Organizing, Staffing, Coordinating, Reporting, Budgeting) παρουσιάζει αυτές τις αρχές οι οποίες εφαρμόστηκαν από τον Henri Fayol (1917) στη Γενική Διοίκηση των Tαχυδρομείων, Τηλέγραφου και Τηλεφωνίας (PTT). Στη συνέχεια, παρουσιάζονται οι προσεγγίσεις: (1) θετιστική – εποικοδομητική, (2) ολιστική – ατομιστική και οι μη αναστρέψιμες αντιθέσεις.

Οι θεωρητικοί έχουν τη νομική φιλοδοξία να κατασκευάσουν θεωρίες οργανώσεων έχοντας μια έκταση όχι τοπική αλλά καθολική.

Οι μέθοδοι ταξινομούνται σύμφωνα με ένα πλαίσιο θετικιστικής διαδικασίας όπως ακολουθεί: (1) ταξινόμηση με βάση το στόχο, (2) ταξινόμηση με βάση τη συναίνεση, (3) ταξινόμηση με βάση την αρχιτεκτονική της οργάνωσης, (4) ταξινόμηση με βάση τη λειτουργική διαίρεση και (5) ταξινόμηση με βάση πολυδιάστατα κριτήρια. Στην τελευταία αυτή ταξινόμηση, το ερώτημα είναι : ποιες είναι οι διαστάσεις οι πιο εντυπωσιακές που χαρακτηρίζουν a priori μια οργάνωση. Έξι διαστάσεις προτείνονται: (1) εξειδίκευση ή καταμερισμός της εργασίας, (2) προτυποποίηση των διαδικασιών και των ρόλων, (3) προσδιορισμός των γραπτών απαιτήσεων (όχι προφορικές) των διαδικασιών της εργασίας, (4) συγκέντρωση της εξουσίας, (5) σύστημα ελέγχου και (6) μέτρηση της ταχύτητας και της επιτάχυνσης του ποσοστού αλλαγής (ευκαμψία).

Οι εμπειρικές μέθοδοι που ακολούθησαν είχαν ως στόχο να περάσουν από μια ειδική περίπτωση σε μια γενικευμένη θεωρία για τη λειτουργία των οργανώσεων. Στο παράδειγμα για τη λειτουργία του μάνατζερ, ηγέτης θεωρείται αυτός που γνωρίζει “που πάει η επιχείρηση” (Selznick, Leadership in Administration,1957).

Σχολές και θεωρίες των Οργανώσεων

Ενδεχομενική σχολή

Οι υποστηρικτές αυτής της σχολής απαντούν στην ερώτηση της καλής διάρθρωσης με τρόπο αρκετά σεμνό:  “ είναι πιο πολύπλοκο από ότι πρέπει” , “είναι πολυσύνθετο”, “εξαρτάται” , “αποτελεί θέμα….”.

Η σχολή πρόκειται να διακρίνει πολλά θέματα: θέμα μεγέθους, θέμα ιστορίας, θέμα τεχνολογίας, θέμα περιβάλλοντος.

Αυτοί οι ενδεχομενικοί παράγοντες μελετήθηκαν σε βάθος από ένα μεγάλο αριθμό συγγραφέων και κυρίως αυτοί της τεχνολογίας και του περιβάλλοντος. Επίσης, θα χρησιμοποιηθούν ως κριτήρια για να σχηματίσουν τυπολογίες περισσότερο ή λιγότερο πειστικές για να ακολουθήσουν τα πρότυπα της επιστημοσύνης.

Ο αμερικάνος ιστορικός Alfred Chandler δημιούργησε ένα σημαντικό έργο πάνω στη γενεαλογία των δομών της επιχείρησης και πάνω στη διεθνή σύγκριση των παραγωγικών δομών (Strategy and Structure, 1962). Chandler είναι ο πρώτος που εξηγεί τη γέννηση ενός οργανωσιακού σχήματος λεγόμενου Μ (multidivisional, multinational, multiproducts).

Ακολούθησαν οι εξελικτικές θεωρίες που ορίζουν τις δεξιότητες των επιχειρήσεων σε μια γνωστική διάσταση (Richard Nelson και Sidney Winter). Οι εργασίες του Woodward για την τεχνολογία ως ενδεχομενικός παράγοντας (ψάχνει να εγκαταστήσει οργανωσιακές συνθήκες ώστε να αποδώσει το επενδυόμενο κεφάλαιο σε μια βιομηχανική επιχείρηση). Οι θεμελιώδεις εργασίες των Emery και Trist για το αιτιώδες πλαίσιο του περιβάλλοντος. Τα δίκτυα τα οποία εγγράφονται σε ένα θεμελιώδες παράδειγμα από τον Granowetter (1985). Η ειδική συνεισφορά του Charles Perrow ο οποίος θεωρητικοποίησε τις εργασίες των Woodward, Lawrence και Lorsch, του Aston Group, του Ινστιτούτου Tavistock πάνω στην ενδεχομενική θεωρία.

Τέλος, ένας από τους πατέρες των επιστημών οργάνωσης ο Chester Barnard ο οποίος ως διευθυντής μια επιχείρησης έγραψε το βιβλίο “The Functions of the Executive”. Ο Barnard τοποθετείται πάνω σε τρεις διαστάσεις της εσωτερικής οργάνωσης:

  1. εξουσία ( προτείνει μια θεωρία της εξουσίας),
  2. ο ρόλος που παίζει μια άτυπη οργάνωση,
  3. τα κίνητρα.

Αυτές οι τρείς διαστάσεις σηματίζουν ένα τρίπτυχο πλαίσιο ανάλυσης το οποίο είναι ακόμη και σήμερα εύρωστο.

Συστημική σχολή

Οι επιστήμες των συστημάτων προέρχονται από τις μελέτες των βιολόγων οι οποίοι από τη δεκαετία του 1940 εργαζόντουσαν σε ερευνητικά προγράμματα πάνω στη διαφοροποίηση και πολυπλοκότητα του ανθρώπινου εμβρύου. Οι εργασίες του Ludwig von Bertlanffy (1968) επέκτειναν τον επιστημονικό ορίζοντα των συναδέλφων του θέτοντας τα ακόλουθα αινίγματα: πως γίνεται το πέρασμα από μια κατάσταση λίγο οργανωμένη σε μια ισχυρή κατάσταση οργάνωσης; Πως είναι δυνατόν ταυτόχρονα να διαφοροποιείς και να ολοκληρώνεις;

Αυτή η νέα διαδικασία προσέγγισης των οργανώσεων μπορεί να ονομασθεί λειτουργική εξήγηση. Συμμετέχουμε  σε μια προοδευτική οικοδόμηση της γενικής θεωρίας των συστημάτων η οποία προτείνει αρχές χρήσιμες για όλες τις επιστήμες, φυσική, κοινωνιολογία, βιολογία. Από τον επαναπροσανατολισμό του von Bertlanffy, δημιουργούνται τη δεκαετία του 1940 στις Η.Π.Α. σπουδαίες θεωρίες: της κυβερνητικής, της θεωρίας της πληροφορίας ( Shannon, 1948) και της θεωρίας παιγνίων (Morgentern, Neumann, 1944). Ακολούθησε η θεωρία συστημάτων των κοινωνιολόγων. Ο Γάλλος κοινωνιολόγος  Michel Crozier εισήγαγε στη Γαλλία το σπουδαίο βιβλίο των Herbert Simon και James March με τίτλο Organizations (1958), το οποίο μέχρι σήμερα παραμένει το θεμελιώδες εγχειρίδιο που μελετά τις θεωρίες των οργανώσεων.

March και Simon (Νόμπελ Οικονομικών 1978, Βραβείο Τουρινγκ 1975, Εθνικό Μετάλλιο Επιστημών 1986, Βραβείο της θεωρίας Τζον φον Νόιμαν, 1988) ήταν οι πρώτοι που επισήμαναν το ρόλο που παίζει η αβεβαιότητα μέσα στην ικανότητα να αλλάξεις τις σχέσεις μεταξύ συμμετεχόντων.

Οι Crozier και Friedberg στο βιβλίο “L’ acteur et le Systeme” το 1977, συμπλήρωσαν το έργο των March kai Simon στο ζήτημα ότι οι συμμετέχοντες δεν είναι οι μόνοι που αποφασίζουν και επιλέγουν. Σε μετέπειτα εργασίες του E. Friedberg ανέπτυξε την ισχύ και τον κανόνα (Le pouvoir et la Regle, 1993) οι οποίοι θεωρούνται δύο βασικοί πόλοι της οργανωμένης ενέργειας. Τέλος, οι συστημικές προσεγγίσεις έχασαν το ενδιαφέρον τους με τη δυναμική ανάπτυξη των λογισμικών που μοντελοποιούν την πραγματικότητα χωρίς να την τροποποιούν (Entreprise Ressourch Planning – ERP).

Για παράδειγμα αλυσίδες αγοράς εμπορευμάτων, τιμολόγηση, μισθολογικές απολαβές.

Συμπεριφορική θεωρία των οργανώσεων

Αναλύω και καταλαβαίνω πως “κατασκευάζονται” οι αποφάσεις είναι ένα πρόγραμμα έρευνας που ξεκίνησε κάτω από τη συνδυασμένη ώθηση των H. Simon και J. March, δύο συγγραφείς που ανήκουν στη σχολή Carnegie Mellon. Μαζί και χωριστά αφιέρωσαν τη ζωή τους στη μελέτη των φαινομένων της απόφασης και σε μεγάλη έκταση, της συμπεριφοράς σε επίπεδο τόσο ατομικό όσο και συλλογικό. Η μελέτη της συμπεριφοράς σε ατομικό επίπεδο και σε κατάσταση αβεβαιότητας προέρχεται από τις εργασίες των Morgensten και von Neumann (1944) και επίσης από αυτές του Savage (1954) που ήταν ο πρώτος να προτείνει “the state of nature” σε περιπτώσεις αποφάσεων σε αβέβαιο μέλλον. H. Simon, ο αδιαφιλονίκητος πρωτοπόρος, αργότερα καθηγητής ψυχολογίας και πληροφορικής, διαθέτει τα εννοιολογικά εργαλεία για να ερευνήσει με τι μοιάζει μια οργάνωση και πως εξελίσσεται. Στη δεκαετία του 1950, ο Simon θέλει να κατασκευάσει μια επιστημονική βάση της οργανωσιακής αποτελεσματικότητας. Ο σκοπός του είναι να δείξει ότι η διαδικασία απόφασης είναι η καρδιά κάθε διοικητικής δομής. Αυτό το πέτυχε με το εγχειρίδιο “Administrative Behavior: a Study of Decision Making in Administative Organizations (1945)”. Από τις έννοιες που αναπτύχθηκαν από τον Simon, οι σπουδαιότερες είναι:

  • περιορισμένη λογική
  • decision making process
  • problem solving
  • γνωστική ευφυΐα (θεωρείται ο πατέρας της τεχνητής νοημοσύνης)
  • ορθολογική επιλογή
  • ικανοποιητικές αποφάσεις.

Εάν ο H. Simon μοντελοποιεί τη σκέψη, ο J. March άφησε μια ολοκληρωμένη θεωρία γεμάτο καινοτομίες που προμηθεύουν νέες αρχές μάνατζμεντ συνδυάζοντας κατά σπάνιο τρόπο την επιστήμη με την ποίηση.

Θεωρίες μάθησης και θεωρίες ενέργειας

Κατασκευή θεωριών για την ενέργεια υποθέτει αλλαγή του παραδείγματος. Η έννοια που προκύπτει είναι η πραξεολογία (L.Bourdeau, 1882), δηλαδή η επιστήμη της αποτελεσματικής ενέργειες. Σύμφωνα με αυτήν, υπάρχουν οι αρχές ενός “one best way”.

Σήμερα, πρόκειται να επαναδιατυπωθούν διαφορετικά οι έννοιες που σχεδιάστηκαν πριν ένα αιώνα. Για παράδειγμα υπάρχει ενδιαφέρον για τις αλληλεπιδράσεις τριών εννοιών: δραστηριότητα – γνώση – οργάνωση.

Η προσέγγιση των αλληλεπιδράσεων αυτών των τριών εννοιών απαιτεί μια διαδικασία που κινητοποιεί διάφορες επιστήμες όπως, επιστήμες διοίκησης, εργονομία, μηχανική των γνώσεων, κοινωνιολογία, οικονομία.

Η κατανόηση πως μαθαίνουν οι οργανώσεις ή πως μαθαίνουν τα άτομα δεν αντιμετωπίζονται από τις ίδιες επιστήμες ούτε από τους ίδιους προβληματισμούς.

Εννοιολογική συνεισφορά του Gregory Bateson

Ο ανθρωπολόγος G. Bateson ήταν ο πρώτος που εννοιολογοποίησε τη μάθηση σε μια διαφορετική προοπτική από αυτή των επιστημών εκπαίδευσης. Προτείνει ένα ορισμό σκόπιμα προσανατολισμένο προς την ενέργεια.

Ο όρος “μάθηση μηδέν” δείχνει μια κατάσταση όπου ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του κινήτρου και της απάντησης έχει ταυτοποιηθεί. Δεν υπάρχει δυνατότητα λάθους μέσα στην απάντηση. Ο συγγραφέας δίνει επίσης μια σπουδαία θέση στη θεωρία μάθησης μέσω σφαλμάτων, στην περίπτωση όπου, το σφάλμα έχει εντοπιστεί, αυτό θα επιτρέψει τη βελτίωση της μελλοντικής κατάστασης. Έχουμε δηλαδή μάθηση, όταν η ακολουθία δοκιμή/σφάλμα είναι δυνατή.

Το εννοιολογικό σχήμα του Bateson έγινε λειτουργικό από δύο αμερικάνους ερευνητές Argyris και Schon με το βιβλίο τους “Organizational Learning: Theory of Action Perspective”, 1978. Σύμφωνα με την προσέγγιση τους οι οργανώσεις και τα άτομα μπορούν, όταν το επιθυμούν, να μάθουν.

Στη συνέχεια της θεωρίας αυτής ακολουθούν οι παράγραφοι: (1) μάθηση και διαδικασίες, (2) μάθηση και γνώση, (3) μάθηση και καινοτομία.

Σε ότι αφορά τις θεωρίες της ενέργειας, το αντικείμενο έρευνας αλλάζει. Πρόκειται για απαντήσεις με φιλοσοφικούς προβληματισμούς. Για παράδειγμα: Τι σημαίνει, από μια ατομική άποψη, ενεργώ συλλογικά; Αυτή η ερώτηση τίθεται οποιαδήποτε είναι η φύση της οργάνωσης: ορχήστρα jazz, ιατρική ομάδα επειγώντων περιστατικών,  ομάδα συντήρησης εργοστασίου, ποδοσφαιρική ομάδα.

Όντως, οι οργανώσεις είναι πραγματικές, αλλά αυτό που πρέπει κάποιος να δει είναι η δομή της ενέργειας. Στη συνέχεια εξετάζονται η εργασία και τα συμβάντα, η προσδιορισμένη ενέργεια και η θεωρία της δραστηριότητας, η εργαλειοθήκη των επιστημών διοίκησης, η οργανωμένη ενέργεια και η θεσμοποιημένη ενέργεια.

Υπερβάσεις μεταξύ θεωριών – συμπεράσματα

Οι υπερβάσεις μεταξύ θεωριών είναι συχνό φαινόμενο. Δύο είδη υπερβάσεων υπάρχουν: η θεσμοθετημένη η οποία είναι μια υπέρβαση του πλαισίου και η ανθρωπολογική η οποία είναι μια υπέρβαση πεδίου (νέα επιστημονική περιοχή).

Ως παράδειγμα θεσμοθετημένης αναφέρεται το βιβλίο του κοινωνιολόγου Selzinick “Leadership in Administration (1957)”, ο οποίος επισημαίνει την πολιτική διάσταση των μάνατζερς των μεγάλων επιχειρήσεων, δείχνοντας την κοινωνική διάσταση της έννοιας του leadership. Η οργάνωση συμμετέχει λοιπόν σε ένα πεδίο πολιτικό και μπορεί ανά πάσα στιγμή να εκφράζεται ταυτόχρονα μέσα και έξω από τα σύνορα της.

Η ανθρωπολογική υπέρβαση εγγράφεται σε ένα πλαίσιο κουλτούρας. Οι ανθρωπολόγοι κατέχουν ακόμη μια μικρή θέση μέσα στην παραγωγή θεωριών των οργανώσεων. Μπορούν όμως και έχουν τη δύναμη να προκαλέσουν διαταραχές στις σχέσεις οικονομίας – κοινωνιολογίας με αμφισβητήσεις μεταξύ των κοινωνιολόγων. Μια συγκριτική έρευνα τριών χωρών (Ελβετία, Γαλλία, Η.Π.Α.) έδειξε ότι η εθνική κουλτούρα μπορεί να έχει μια επίδραση στις συμπεριφορές των συμμετεχόντων, αλλά δεν εξηγεί τα πάντα. Η έρευνα έγινε από την Marianne Binst σε χώρο νοσοκομείου, το 1990.

Στα συμπεράσματα η ερώτηση που τίθεται είναι που βρίσκονται σήμερα οι θεωρίες οργανώσεων 50 χρόνια μετά την πρώτη θεμελίωσή τους; Ο θεωρητικός των οργανώσεων Brunsson (2007) διερωτάται καθαρά ότι η επίδραση των θεωριών είναι ισχνή. Αρχικά. Εξηγεί ότι οι οργανώσεις δεν λειτουργούν όπως οι θεωρίες θέλουν να λειτουργούν.

Η φιλοδοξία των θεωρητικών των οργανώσεων είναι να δημιουργήσουν μια αυτόνομη επιστήμη που δεν θα ανήκει στις επιστήμες του ανθρώπου και της κοινωνίας.

Τελικά, με τον πολλαπλασιασμό των κοινωνικών κινημάτων εξαιτίας της παγκόσμιας κρίσης του 2008, παρατηρείται μια ασυνήθιστη προσέγγιση των θεωριών των οργανώσεων με τις θεωρίες των κινημάτων αυτών. Ένας νέος άξονας έρευνας φαίνεται να δημιουργείται.