Skip to main content

Η Ευρώπη και ο Ντόναλντ Τραμπ

Από την έντυπη έκδοση 

Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Ο κόσμος αλλάζει και, στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιον ότι θα προκύψουν και νέες διεθνείς σχέσεις. Με πιο απλά λόγια, μορφές συνεργασίας και συμμαχίες του παρελθόντος ίσως αλλάξουν ριζικά, με κάποια χαρακτηριστικά φαινόμενα να γεννούν ήδη σοβαρά ερωτηματικά. 

Πόσο σίγουρο, για παράδειγμα, είναι ότι η Τουρκία θα παραμείνει μέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας, όταν ήδη έχει απομακρυνθεί αισθητά από αυτήν; Ένα άλλο ερώτημα είναι αυτό των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή. Πόσο ενωμένοι θα παραμείνουν οι Άραβες και ποιες τελικά θα είναι οι σχέσεις τους με τους Πέρσες, με τους οποίους ποτέ δεν είχαν ιδιαίτερα καλές σχέσεις; Πού θα οδηγήσει η βίαιη αντιπαράθεση σιιτών και σουνιτών και ποιες σχέσεις θα έχει αύριο ο αραβικός κόσμος με το Ισραήλ; Τελικά, ποιον ρόλο θα παίζει η Ρωσία στην Ευρώπη αν η Ευρωπαϊκή Ένωση απομακρυνθεί από τις ΗΠΑ; 

Αυτά και άλλα ακόμα είναι μία σειρά από ερωτήματα που ήδη βρίσκονται στο προσκήνιο και προσλαμβάνουν συγκεκριμένες διαστάσεις μετά την τελευταία απόφαση του προέδρου των ΗΠΑ να αποσυρθεί από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν. 

Το πρόβλημα δεν είναι απλά ότι η διοίκηση του Ντόναλντ Τραμπ υπονόμευσε ένα από τα χαρακτηριστικά επιτεύγματα της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, αλλά ότι η εγγενής αστάθειά του, η μη προβλεψιμότητά του και, πάνω απ’ όλα, η έλλειψη δέσμευσής του στη διατλαντική συμμαχία σημαίνουν ότι οποιαδήποτε πράξη αμερικανικής διαταραχής είναι τώρα δυνατή. Η δίκαιη αγανάκτηση είναι η ρητορική της περιόδου αυτής και οι προβλέψεις περί θανάτου της διατλαντικής συμμαχίας αφθονούν.

Όμως οι θρήνοι και η αγανάκτηση δεν φθάνουν να γίνουν στρατηγική. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν οι Ευρωπαίοι είναι θυμωμένοι, αλλά αν θα κάνουν κάτι ως απάντηση στις ενέργειες του Ντ. Τραμπ. Η απάντηση είναι: πιθανότατα όχι.

Η απόσυρση των ΗΠΑ από την ιρανική συμφωνία σίγουρα δίνει την αίσθηση μιας κρίσιμης στιγμής στις διατλαντικές σχέσεις. Για τους Ευρωπαίους, το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (JCPoA) όπως είναι επισήμως γνωστή η συμφωνία, σηματοδότησε μία σπάνια περίπτωση στην οποία μία συντονισμένη προσπάθεια των Ευρωπαίων επηρέασε αποφασιστικά την απόφαση της Ουάσιγκτον για ένα κρίσιμο ζήτημα διεθνούς ασφάλειας. 

Επομένως, η απόσυρση του Ντόναλντ Τραμπ από τη συμφωνία δεν αποτελεί απλώς απειλή για την περιφερειακή σταθερότητα και τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων, αλλά και την απόρριψη της ιδέας ότι η Ευρώπη μπορεί να επηρεάσει τις ΗΠΑ σε δύσκολα ζητήματα ασφάλειας. Άρα, όπως υπογραμμίζει και ο Τζέρεμι Σαπίρο, διευθυντής στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τις Εξωτερικές Σχέσεις (ECFR), η απόφαση του Αμερικανού προέδρου έχει πολύ βαθύτερη σημασία από μία διαφορετική αντίληψη πάνω σε συγκεκριμένο θέμα.

Η αίσθησή μας είναι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ, πέραν της περιορισμένης συμπάθειας που έχει για τους Ευρωπαίους και ιδιαίτερα τους Γερμανούς, σήμερα θέλει να δοκιμάσει τις αντοχές τους στην ενοποιητική τους διαδικασία σε σχέση όμως με την ύπαρξη της Ατλαντικής Συμμαχίας. Ως γνωστόν, οι Ευρωπαίοι τη χρειάζονται περισσότερο από τους Αμερικανούς, όχι μόνον για λόγους ασφάλειας. Κάποιες χώρες έχουν σχεδόν μηδενικούς λογαριασμούς αμυντικών δαπανών γιατί οι ΗΠΑ καλύπτουν τις σχετικές ανάγκες τους. 

Ακόμα περισσότερο, η διατλαντική συμμαχία είναι για την Ευρώπη ο βράχος για τη σταθερότητά της σε έναν κατά τα λοιπά συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο, και το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδόμησε την ευρωπαϊκή ασφάλεια και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Οι κοινές αξίες και τα συμφέροντα -πολύ περισσότερο απ’ όσο οι εξουσιαστικές δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Κίνα- κινητροδοτούν επίσης την σχέση. 

Οι ΗΠΑ όντως εκτιμούν τη διατλαντική συμμαχία. Θέλουν βοήθεια σε διεθνή ζητήματα ασφάλειας, όπως το Αφγανιστάν ή η Συρία, και οι αξιωματούχοι τους απολαμβάνουν σίγουρα να διακηρύσσουν ότι οι ΗΠΑ ηγούνται του κόσμου. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι οι ΗΠΑ δεν χρειάζονται την ευρωπαϊκή συμμαχία για τη δική τους ασφάλεια. Όπως πολλές φορές έχει υπαινιχθεί ο Ντ. Τραμπ,  οι ΗΠΑ μπορούν απλά να απομακρυνθούν από τη σχέση.

Θεωρητικά, οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν απλώς να ενωθούν και να εξασφαλίσουν τη δική τους ασφάλεια. Συνδυασμένα, έχουν ίδιο οικονομικό βάρος και στρατιωτική ισχύ με τις ΗΠΑ και πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε από τους πιθανούς αντιπάλους τους, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας. Στην πράξη, εξακολουθούν να προτιμούν να βασίζονται στις ΗΠΑ για την ασφάλειά τους, αντί να βασίζονται μεταξύ τους.

Εξακολουθεί όμως να είναι βιώσιμη αυτή η σχέση; Μήπως ήλθε η ώρα οι Ευρωπαίοι να δουν τη γεωπολιτική πέρα από τις γνωστές κοντόθωρες προσεγγίσεις τους;