Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Ενώ, με υφεσιακό το κλείσιμο του 2016 και του α’ 3μήνου του 2017, μέσα σε απεργίες και (ξέπνοες) διαδηλώσεις προχωράει η συμφωνία/Μνημόνιο 3+ για την ψήφιση από την εθνική αντιπροσωπεία, δυσανάλογα πολύς χρόνος επενδύεται σε συζήτηση και διαξιφισμούς για τα επιμέρους· για τις ρυθμίσεις / περιορισμούς των συντάξεων ή για το αφορολόγητο· ή ακόμη για το περιεχόμενο, αλλά και τους όρους ξεκλειδώματος των αντίμετρων.
Ενώ περίεργα χαμηλοί τόνοι κρατιούνται για εκείνο που θα θεωρούσαμε αυτονόητο να «ανέβει» στο προσκήνιο: το πόσο υπονομευμένη είναι η συμφωνία αυτή, ήδη από το υφεσιακό προφίλ της. Και μάλιστα από το ότι μας «τάζει» την υφεσιακή επίπτωση για μετά τη λήξη του Μνημονίου 3, για το 2018-20, με το 1%+1% του ΑΕΠ που προνομοθετείται για να αφαιρεθεί και πάλι από την ξέπνοη ελληνική οικονομία.
Μόνον (ΜΟΝΟΝ) αν αληθινά και πειστικά προχωρήσει η υπόθεση του χρέους -ειδικά τώρα που φαίνεται ότι σε επίπεδο πρωτογενών πλεονασμάτων/δημοσιονομικού χώρου «εξασφαλίσαμε» την υπερεπιβάρυνση του 3,5% μέχρι το 2021!- μπορεί να πει κανείς ότι η διαπραγμάτευση που κρίνεται στη Βουλή είναι κάτι καλύτερο από… τρίτη χειρότερη της εποχής των Μνημονίων.
Να εξηγηθούμε ευθύς εξαρχής: δεν πιστεύουμε ότι, στο μέτρο που ο Αλέξης Τσίπρας περάσει τον σκόπελο της ψήφου στη Βουλή, θα μπορούσε να προκύψει αδιέξοδο στα επόμενα βήματα μέχρι την απελευθέρωση της δόσης του τωρινού προγράμματος για να προχωρήσουν οι πληρωμές του Ιουλίου. «Δίχτυ ασφαλείας» κάπως θα απλωθεί ακόμη και στο worst-case scenario. Άλλο όμως να έχουμε μια back-to-back διευκόλυνση του ESM για τα κάπου 4 δισ. ομόλογα που οφείλονται στην ΕΚΤ, εντελώς άλλο να ζητηθεί -όπως επί Μνημονίου 2 με τους Φινλανδούς- κάποιου είδους εγγύηση/collateral για το τμήμα της δόσης που θα πρέπει να περάσει από το Bundestag.
Θεωρούμε ότι με την πολιτική επένδυση που έχει γίνει από τους Ευρωπαίους στην Ελλάδα και στον Αλέξη Τσίπρα, ακόμη κι αν η αντιδικία ΔΝΤ/Γερμανίας «πρέπει» να συντηρηθεί όσον αφορά το ελληνικό χρέος, κανείς δεν θα αφήσει την Ελλάδα να προσαράξει – εφόσον, τώρα, γίνει η ψήφιση στη Βουλή των Ελλήνων του (υφεσιακού) πακέτου μέτρων. Που, ως υπόσχεση, κουβαλάει την αντίρροπη πρόνοια για «αντίμετρα». Πολιτικά, αυτή η αντισορρόπηση ίσως λειτουργεί. Οικονομικά/πρακτικά κουβαλάει τόσες προϋποθέσεις, ώστε εντάσσεται στην παιδική φιλοσοφία του «Να ’χαμε… Τι να ’χαμε;».
Γι’ αυτό και όντως μόνον μια αληθινά πειστική τοποθέτηση των «εταίρων» στο μέτωπο του χρέους θα σώσει, απολογιστικά, αυτήν τη διαπραγμάτευση.
Σκεφτείτε το:
Πέντε κύκλοι διαπραγμάτευσης ολοκληρώνονται με το Μνημόνιο 3+ που βρίσκεται στη Βουλή. Κατά σειρά αστοχίας-αποτυχίας, η χειρότερη διαπραγμάτευση αποδεικνύεται «εκείνη που δεν έγινε»: εδώ που τα λέμε, οι συνθήκες πανικού υπό τις οποίες προέκυψε η «διάσωση» της Ελλάδας το 2010/Καστελόριζο, δεν άφηναν αληθινά περιθώρια διαπραγμάτευσης, ίσως ούτε καν συζήτησης κατά τη διαμόρφωση του Μνημονίου-1. Που, άλλωστε, μας προέκυψε λάθος στην έμπνευση, λάθος στην κατασκευή, κουτσή στην υλοποίηση.
Η αμέσως λιγότερο κακή υπήρξε εκείνη του πρώτου εξαμήνου του 2015, εκείνη που τελικά ταυτίστηκε με τη Βαρουφακιάδα και στην οποία διαψεύσθηκε η απλοϊκή ανάγνωση των ευρωπαϊκών/διεθνών συσχετισμών από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ και οδήγησε στο Μνημόνιο-3.
Κάπου εδώ βρισκόμαστε, κατεβαίνοντας την κλίμακα της διαπραγματευτικής αξιολόγησης, με τη σημερινή εκδοχή, δηλαδή εκείνη που μας δίνει ήδη το Μνημόνιο-3+. Έδειξε προς στιγμήν ότι θα ήταν κάτι καλύτερο από εκείνη που έδωσε το Μνημόνιο-2, υπό την έννοια ακριβώς ότι έθεσε η τωρινή διαπραγμάτευση ως κεντρικότερο το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους και της εξασφάλισης «δημοσιονομικού χώρου». Αυτή τη στιγμή, από τη στάση του Eurogroup της 22ας Μαΐου θα κριθεί τι έχει λειτουργήσει – και πώς.
Αν δεν προκύψει κάτι απτό για το χρέος και τον δημοσιονομικό χώρο, τότε η αμέσως καλύτερη -ή μη χειρότερη- διαπραγμάτευση είναι μια διαπραγμάτευση-που-δεν-έκλεισε. Πρόκειται για εκείνη του τέλους του 2014, με το άτυχο «μέιλ Χαρδούβελη». Που ουδέποτε αφέθηκε να προχωρήσει ούτε καν ως ελληνική τελική πρόταση (πόσο μάλλον ως αποδοχή…) ούτε ως ευρωπαϊκή ανταπόκριση (διότι οι Ευρωπαίοι «εταίροι» κρέμασαν τον Αντώνη Σαμαρά όταν είδαν ότι έδινε λάθος διαβεβαιώσεις για την προεδρική εκλογή).
Ενώ η καλύτερη διαπραγμάτευση θα καταλήξει -θα καταντήσει, τείνουμε να πούμε!- εκείνη του 2012, που έδωσε διά χειρός Στουρνάρα το Μνημόνιο -2. Όμως, εκείνην ούτε οι «εταίροι» τελικά την τήρησαν, αρνούμενοι να δώσουν το υπεσχημένο «κάτι» για το χρέος μετά την επίτευξη των τότε πρωτογενών πλεονασμάτων· ούτε η κυβέρνηση Σαμαρά/Βενιζέλου την άντεξε στην εφαρμογή.