Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Η κυβέρνηση καλείται τις τελευταίες ημέρες να διαχειριστεί επικοινωνιακά μια θετική και μια αρνητική εξέλιξη. Η θετική είναι ασφαλώς η παραγωγή «υπερπλεονάσματος», που ήταν μάλιστα υπερδιπλάσιο του στόχου. Η χρησιμότητα αυτής της θετικής εξέλιξης είναι προφανής – εξασφαλίζει στην ελληνική πλευρά ένα γερό χαρτί για να αποφύγει την πρόωρη μείωση του αφορολόγητου. Από την άλλη, υπάρχει η αρνητική εξέλιξη.
Μετά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τον ΟΟΣΑ, ήρθε και η Κομισιόν για να κατεβάσει τον πήχη της ανάπτυξης και μάλιστα αισθητά. Η αρχική αισιοδοξία ότι η χρονιά θα κλείσει στο +2,5%, δηλαδή στα επίπεδα που βλέπει (ή τουλάχιστον έβλεπε μέχρι τώρα) και η ελληνική πλευρά, αντικαταστάθηκε από τον προβληματισμό σχετικά με την επίπτωση που θα έχει στη φετινή χρονιά η ισχνή ανάπτυξη του 4ου τριμήνου του 2017. Όχι ότι το +1,9% είναι μικρός ρυθμός ανάπτυξης. Δεν αποτελεί όμως σε καμία περίπτωση την «αντίδραση» που θα περίμενε κανείς να έχει η ελληνική οικονομία ύστερα από τόσα χρόνια ύφεσης και συρρίκνωσης του ΑΕΠ κατά τουλάχιστον 25%.
Το ερώτημα που γεννάται είναι εύλογο: Αν η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να πατήσει «γκάζι» τώρα που η Ευρώπη βρίσκεται στα… πάνω της, τι θα γίνει αν αλλάξει το κλίμα στις χώρες-μέλη; Αν δεν μπορεί να ανακτηθεί ταχύτερα μέρος του χαμένου εδάφους τώρα που ο τουρισμός βρίσκεται στα καλύτερά του, τι θα συμβεί αν υπάρξει κάποια αρνητική εξέλιξη που θα επηρεάσει τη μεγαλύτερη «βιομηχανία» της χώρας;
Τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι καλοδεχούμενα, αναγκαία και αποτελούν απόδειξη χρηστής διαχείρισης των οικονομικών της χώρας. Δεν επαρκούν όμως. Τα πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης δεν μπορούν να διατηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ειδικά αν «παράγονται» από υψηλούς φόρους και συνεχείς μειώσεις εισοδημάτων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας. Μια απλή αναγωγή σε επίπεδο νοικοκυριού αρκεί για να γίνει κατανοητό το τι συμβαίνει. Μια οικογένεια με πολύ χαμηλά εισοδήματα μπορεί να έχει «πρωτογενή πλεονάσματα» αν κόβει ολοένα και περισσότερο τις δαπάνες της. Ως πότε όμως θα επιβιώσει;