Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Έπεσε στη μέση κάπου ανάμεσα στον απόηχο της επίσκεψης Γιούνκερ και εκείνον της αντίστοιχης Γκουρία στην Αθήνα, κι έτσι αμβλύνθηκε η επίπτωσή του στη δημόσια συζήτηση για τα επόμενα βήματα προς την «έξοδο από την εποχή των μνημονίων». Ο λόγος για την παρουσίαση τής -πρώτης για το 2018- Τριμηνιαίας Έκθεσης του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία, που πάντα αφήνει πίσω της ένα χρήσιμο αναλυτικό ίχνος, όμως αυτήν τη φορά οι συνθήκες είναι ιδιαίτερες.
Επειδή αναφερθήκαμε στις επισκέψεις Ζαν Κλοντ Γιούνκερ και Άνχελ Γκουρία, οι δηλώσεις του πρώτου για «εκπληκτική δημοσιονομική απόδοση της οικονομίας» και για «κάθε προσπάθεια ώστε η έξοδος της Ελλάδας από τα μνημόνια να είναι η πιο καθαρή έξοδος» και του Γκουρία ότι «είσθε σε πλατφόρμα εκτόξευσης» και «ήρθε η ώρα για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους (μαζί και με το «Η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει τις προκλήσεις με πεφωτισμένες ηγεσίες») συνοδεύθηκαν και από πιο ανηφορικές επισημάνσεις.
Ήδη ο πρόεδρος της Επιτροπής τόνισε το «όσο νωρίτερα, τόσο καλύτερα» αναφερόμενος στην ολοκλήρωση της τρέχουσας/τέταρτης αξιολόγησης, κυρίως όμως απηύθυνε έκκληση (που, ενώπιον της Βουλής πήρε και κάπως μελοδραματικό χαρακτήρα) «μην αφήσετε να πάνε χαμένα τα αποτελέσματα των έως τώρα προσπαθειών και θυσιών». Ενώ ο γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ, μαζί με τα καλά λόγια και την αναγνώριση και τις προσδοκίες επέδωσε στον Αλέξη Τσίπρα και την 188 σελίδων Έκθεση του Οργανισμού (με φωτισμένη Ακρόπολη σε εξώφυλλο), η οποία επαναφέρει τη δυσλειτουργία των υπερυψηλών φορολογικών συντελεστών με στενή φορολογική βάση, τονίζει το πρόβλημα εισπραξιμότητας των φόρων, ενισχύει μεν την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων αλλά χωρίς αυτόματη επεκτασιμότητα των συμβάσεων, ζητά αύξηση κατά 3 ή 4 χρόνια της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης.
Κάναμε αυτήν την υπενθύμιση των τοποθετήσεων των «έξω», για να σταθούμε στο φόντο που προσφέρει για τη συζήτηση των επόμενων εβδομάδων η τριμηνιαία του «δικού μας» ΙΟΒΕ. Την οποία εισάγοντας ο πρόεδρός του Τάκης Αθανασόπουλος εξήγησε ότι ασφαλώς πληθαίνουν οι θετικές ενδείξεις για σταθεροποίηση της κατάστασης και για βελτίωση των προοπτικών της οικονομίας, παρατηρώντας μολαταύτα ότι «απέχουμε παρασάγγας από το επιθυμητό». Γι’ αυτόν, η επιτάχυνση του βηματισμού είναι απαραίτητη προκειμένου να ξαναρχίσει μια σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με τις ευρωπαϊκές «πράγμα που επιτυγχάνεται με ρυθμούς ανάπτυξης 3% και 4% ετησίως», και η δημόσια συζήτηση «να φύγει από το ψευτοδίλημμα «καθαρή έξοδος» ή προληπτική γραμμή στήριξης».
Στην κυρίως παρουσίαση επιδόσεων και προοπτικών από την Έκθεση, επισημάνθηκε η συνεχιζόμενη θετική κατάσταση του διεθνούς περιβάλλοντος, αλλά με κόκκινο φωτάκι να αναβοσβήνει και με τις γεωπολιτικές εντάσεις και με την επέκταση του προστατευτισμού, καθώς και με την υπερθέρμανση ανεπτυγμένων οικονομιών. Στη δική μας μικρή αυλή, η ανάπτυξη επιταχύνεται – το τελευταίο 3μηνο του 2017 πήγε με +1,9% για σύνολο έτους 1,4%, με μεγάλο μέρος να ανάγεται στις επενδύσεις, πλην όμως κυρίως από την κατηγορία «μεταφορικού εξοπλισμού» -πλοία- ή πάλι από τη δημιουργία αποθεμάτων. Η κατανάλωση ακόμη σέρνεται. Επίσης καταγράφηκε η ιδιαίτερη επίδοση σε πρωτογενές πλεόνασμα, πλην όμως προερχόμενη το 2017 από πλεόνασμα στην Κοινωνική Ασφάλιση (όπου «δαγκώνει» η μεταρρύθμιση Κατρούγκαλου). Και στις δυο πλευρές, δηλαδή, η θετική καταγραφή έχει μια επιφύλαξη στην ουρά. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος, πάντως, που καταρτίζει το ΙΟΒΕ -και ο οποίος λειτουργεί αξιόπιστα ως πρόδρομο σημάδι της εξέλιξης του ΑΕΠ- ανακάμπτει αισθητά στο τελευταίο διάστημα…
Το σκηνικό αυτό επιτρέπει τις θετικές προοπτικές για το 2018, με το ΑΕΠ να προχωράει με βάση μικρή άνοδο της κατανάλωσης και σοβαρότερη επενδυτική δραστηριότητα (επενδύσεις τις οποίες «τραβάει» η εξαγωγική δραστηριότητα, κινήσεις που συνδέονται με τις αποκρατικοποιήσεις, κάποιο ξεκλείδωμα του ΠΔΕ), καθώς και συνδυασμός των εξαγωγών με την ήδη αισθητή τουριστική άνοδο. Εδώ, όμως, η παρατήρηση του Νίκου Βέττα, γεν. διευθυντή του ΙΟΒΕ, για τη σχετική υποχώρηση των προσδοκιών ανόδου του ΑΕΠ (γύρω στο 2% έναντι 2,5%) ότι αυτή ισοδυναμεί με κάτι σαν 40.000 θέσεις εργασίας, θα ‘πρεπε να παρακουνήσει. Ομοίως, η παρατήρηση για χαλάρωση των προσπαθειών για μεταρρύθμιση στην Ευρωζώνη, που κινδυνεύει «να περιμένει την επόμενη κρίση»: η προσδοκία ότι το Ελληνικό ζήτημα θα απορροφηθεί από την ευρωπαϊκή εξέλιξη χάνει σε πειστικότητα.
Μια τελευταία επισήμανση του Ν. Βέττα αξίζει ακόμη μεγαλύτερη προσοχή: η απεμπόληση του ενδεχόμενου οποιασδήποτε προληπτικής γραμμής πίστωσης από την Ελλάδα, απαλλάσσει τους «εταίρους» από οποιανδήποτε συνευθύνη τους για τα 8 χρόνια μνημονίων και «διάσωσης». Ενδιαφέρον κι αυτό.