Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Η σημερινή Ελλάδα έχει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Πάσχει από έλλειψη νοήματος για την ύπαρξη, που σημαίνει παραίτηση από τη δημιουργία. Αυτό κατά την ταπεινή μας γνώμη ήταν και το νόημα των τελευταίων δηλώσεων του κ. Θεοδ. Φέσσα, προέδρου του ΣΕΒ, για το τεράστιο έλλειμμα επενδύσεων που υπάρχει στη χώρα και το οποίο κάνει προβληματική την προοπτική μιας βιώσιμης ανάπτυξης. Η χώρα έτσι παραπαίει και οι πολίτες τελικά κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση ενδιαφέρεται αποκλειστικά και μόνο για την πολιτική της επιβίωση και κυρίως για το πώς θα επανέλθει ο κ. Αλ. Τσίπρας γρήγορα στην εξουσία αν χάσει τις προσεχείς εκλογές.
Δεν συνειδητοποιεί όμως ο κ. πρωθυπουργός ότι βρίσκεται σε μια χώρα που ελάχιστα παράγει, δεν είναι ανταγωνιστική και διώχνει τα καλύτερα παιδιά της στο εξωτερικό. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η Ελλάδα βρίσκεται και σε δημογραφική κάμψη. Με άλλα λόγια γερνάει. Είναι δε γνωστό ότι οι γερασμένες χώρες δύσκολα παρακολουθούν τις εξελίξεις και άρα είναι σε μεγάλο βαθμό απροσάρμοστες.
Κατά συνέπεια, ποια ανάπτυξη μπορούμε να περιμένουμε; Ιδιαίτερα δε στη σημερινή εποχή, όπου οι εξελίξεις σε όλα τα επίπεδα τρέχουν με ταχύτητες τέτοιες που οι απροσάρμοστοι πολύ γρήγορα βρίσκονται στο περιθώριο. Και το τελευταίο δεν είναι άλλο από την έλλειψη ενδιαφέροντος των επενδυτών να επενδύσουν σε μια δεδομένη περιοχή. Από την άποψη αυτή, οι κατατάξεις της χώρας μας σε διεθνείς αξιολογήσεις κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικές είναι και άρα δύσκολα κινούν το επενδυτικό ενδιαφέρον Ομίλων και Επενδυτικών Ταμείων.
Η χώρα όμως, μας πληροφορεί διεξοδική μελέτη του ΣΕΒ, έχει επείγουσα ανάγκη από 100 δισ. ευρώ επενδύσεις, τα οποία μόνο από εξωτερική αποταμίευση μπορούν να προκύψουν. Τι γίνεται λοιπόν;
Ιδιαίτερα δε στην παρούσα φάση, όταν κύριο μέλημα της κυβέρνησης δεν είναι η ανάπτυξη αλλά να μοιράζει κόλλυβα από το πτώμα. Των υπερφορολογημένων πολιτών. Όπως ήδη έχουμε σημειώσει από τις στήλες αυτές, για κάθε τέσσερα ευρώ μέτρων (φόροι, εισφορές, περικοπές συντάξεων και επιδομάτων) που επέβαλε η κυβέρνηση για να δημιουργήσει τα υπερπλεονάσματα, επέστρεψε ένα ευρώ – και μάλιστα σε μικρό τμήμα του πληθυσμού.
Και το ευρώ που επιστράφηκε προήλθε από την ακραία επιβάρυνση της μεσαίας τάξης με τεράστιες φορολογικές επιβαρύνσεις και υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, ενώ την ίδια στιγμή εκτινάχθηκαν οι κατασχέσεις, περιορίστηκαν οι δημόσιες επενδύσεις, σταμάτησαν οι πληρωμές των οφειλών του Δημοσίου, καταργήθηκαν προνοιακά επιδόματα, ακόμα και το ΕΚΑΣ. Τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι εκτός από το τσουνάμι μέτρων ύψους 9,5 δισ. ευρώ, η κυβέρνηση έκοψε τις δημόσιες επενδύσεις κατά 1,3 δισ. ευρώ για να μοιράσει τα τελευταία τρία χρόνια μέρισμα ύψους 2 δισ. ευρώ.
Στο ερώτημα εάν τα πρωτογενή πλεονάσματα βλάπτουν την πραγματική οικονομία, οικονομικοί αναλυτές απαντούν ότι κατά κανόνα είναι απαραίτητα προκειμένου να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για τη μείωση του χρέους, ενώ λειτουργούν καταλυτικά για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας της χώρας. Αυτή είναι μια σωστή παραδοσιακή παραδοχή αλλά υπό κάποιες προϋποθέσεις. Ισχύει σε οικονομίες που έχουν καλή παραγωγική βάση. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι προφανές στην ελληνική περίπτωση. Η Ελλάδα πάσχει τόσο από επενδύσεις όσο και από εξωστρέφεια, που μόνο αυτή μπορεί να της εξασφαλίσει νέες αγορές.
Συνεπώς, όπως σημειώνουν σοβαροί παρατηρητές και αναλυτές της εγχώριας οικονομίας, τα σημερινά μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα προκαλούν ζημιά στην πραγματική οικονομία.
Το κράτος απομυζά όλη τη ρευστότητα. Μέσω φόρων και ασφαλιστικών κρατήσεων απορροφά τους αναγκαίους ιδιωτικούς πόρους, εμποδίζοντας τις επενδύσεις και την κατανάλωση.
Για να σχηματιστούν τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα, η κυβέρνηση περικόπτει το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, μειώνει τις επιχορηγήσεις νοσοκομείων, αναβάλλει την πληρωμή συντάξεων και καθυστερεί την εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών. Η ελληνική οικονομία εγκλωβίζεται σε έναν φαύλο κύκλο λιτότητας. Κύκλος που χωρίς παραγωγή πλούτου δεν οδηγεί πουθενά. Είναι δε φανερό ότι η κυβέρνηση ελάχιστα ενδιαφέρεται γι’ αυτό. Αντιθέτως στην παρούσα φάση θα λέγαμε ότι ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ να έχουμε ανάπτυξη, γιατί αυτή θα ήταν καλή για τους αντιπάλους της.
Και το ερώτημα είναι: Πόση δόση λαϊκισμού και πόση έλλειψη ρεαλισμού μπορεί να αντέξει πλέον η ελληνική κοινωνία, που μετρά σχεδόν μία δεκαετία από τότε που εισήλθε στη μεγαλύτερη κρίση της μεταπολεμικής ιστορίας της;
Κρίση η οποία αυτή τη φορά εκδηλώθηκε και σε μια φάση παγκόσμιου οικονομικού τεχνολογικού και οικονομικού μετασχηματισμού, γεγονός που την κάνει πιο σοβαρή και άρα επικίνδυνη για το μέλλον.