Skip to main content

Η «γαλάζια οικονομία» και οι προοπτικές της

Από την έντυπη έκδοση 

Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Το 2018 θα είναι τελικά η χρονιά-σταθμός για τη θαλάσσια εμπορική εξορυκτική δραστηριότητα, με την καναδική εταιρεία Nautilus Minerals να βγάζει χαλκό από τον θαλάσσιο πυθμένα στα ανοικτά της Παπούα Νέα Γουϊνέα. Πρόκειται δε, μάς πληροφορεί το βρετανικό περιοδικό «The Economist», για μία εξορυκτική δραστηριότητα που θα ξεκινά από βάθος 1.600 μέτρων και είναι μία παραχώρηση που φέρει τον τίτλο Software-1. Επισημαίνεται επίσης ότι αυτή η νέα βιομηχανικού τύπου δραστηριότητα σε μεγάλο βαθμό συμβολίζει και τη διαμάχη μεταξύ της ανάγκης εξεύρεσης νέων φυσικών πόρων και θέσεων εργασίας και της προστασίας των θαλασσών. 

Η συζήτηση γύρω από το θέμα έχει γενικευθεί τα τρία τελευταία χρόνια, με τους απαραίτητους «προστάτες» των ωκεανών να βρίσκονται ήδη στο προσκήνιο. Αυτό συμβαίνει γιατί η εκβιομηχάνιση των θαλασσών είναι υπαρκτή, με τους ωκεανούς να φιλοξενούν κομμάτι της συνολικής παγκόσμιας βιομηχανικής δραστηριότητας, όπως την εξόρυξη πετρελαίου και αερίου ανοικτής θαλάσσης, την τοποθέτηση υποθαλάσσιων καλωδίων, την αλιεία και τη ναυτιλία.

Στο πλαίσιο αυτής της νέας παραγωγικής πραγματικότητας -με εξαίρεση την αλιεία, όπου η ανάκαμψη των αποθεμάτων που έχουν εξαντληθεί θα απαιτήσει ένα φάσμα μεταρρυθμίσεων- οι περισσότεροι τομείς αναμένεται να παρουσιάσουν ταχύτατη ανάπτυξη τις επόμενες δεκαετίες, παράλληλα με την αύξηση στο παγκόσμιο εισόδημα, την κατανάλωση και τον πληθυσμό. Για παράδειγμα, η ναυτιλία, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις θα μπορούσε να μεγεθυνθεί δύο έως και τρεις φορές μέχρι το 2030. Οι εξορύξεις πετρελαίου ανοικτής θαλάσσης θα μπορούσαν να αναπτυχθούν καλύπτοντας από 40% έως 50% περίπου της συνολικής παραγωγής πετρελαίου.

Σε αυτά προσθέστε και μία σειρά αναδυόμενων βιομηχανιών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσδιόρισε πέντε τομείς ανάπτυξης: υδατοκαλλιέργεια, παράκτιος και θαλάσσιος τουρισμός, θαλάσσια βιοτεχνολογία, ωκεάνια ενέργεια και εκμετάλλευση κοιτασμάτων του θαλάσσιου βυθού. Από αυτούς, υποστηρίζει, μπορεί να προέλθουν 1,6 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας μέχρι το 2020. 

Η Κίνα, η Αμερική, η Ινδία, η Ινδονησία και μικρά νησιωτικά κράτη προστίθενται όλα σε έναν διευρυνόμενο κατάλογο χωρών που στρέφονται προς τους ωκεανούς ως μία πηγή ανάπτυξης και επιχειρηματικών ευκαιριών. Το χρώμα της ανάπτυξης αυτής είναι συμβολικά γαλάζιο, κατ’ αντιστοιχία με τα επίγεια ισοδύναμα της πράσινης ανάπτυξης και της πράσινης οικονομίας. 

Ωστόσο, η υπόσχεση της γαλάζιας ανάπτυξης καθίσταται λιγότερο απτή λόγω μιας ιδιαιτερότητας της οικονομίας των ωκεανών: την απουσία βάσιμων μετρήσεων. Δεν μετρούν όλες οι χώρες τι «ωκεάνιο ΑΕΠ» έχουν. Η σύγκριση των ευρημάτων μεταξύ όσων το μετρούν γίνεται πιο περίπλοκη λόγω των διαφορετικών συστημάτων μετρήσεων και των συχνών ασαφών ορίων μεταξύ παράκτιας και θαλάσσιας δραστηριότητας. Συνεπώς, η εκτίμηση του μεγέθους της ροής αγαθών και υπηρεσιών στην παγκόσμια οικονομία των ωκεανών είναι απρόσμενα δυσχερής.

Πάντως, από μελέτη που έγινε το 2015 με πρωτοβουλία της περιβαλλοντικής οργάνωσης WWF υπολογίζεται ότι η αποκαλούμενη «γαλάζια οικονομία» αντιπροσωπεύει περί τα 2,6 τρισεκατομμύρια δολάρια. Υπάρχει συνεπώς σοβαρό οικονομικό περιεχόμενο, αλλά παραμένουν «θολές» οι πιθανές οικολογικές και άλλες παρενέργειες από την αξιοποίησή της. Η WWF εκτιμά ότι τα θαλάσσια περιουσιακά στοιχεία αντιπροσωπεύουν αξία 24 τρισ. δολ., αλλά δεν προσδιορίζει σε ποιον βαθμό η ανθρώπινη δραστηριότητα διαβρώνει αυτό το φυσικό κεφάλαιο.

«Υπάρχουν έτσι αρκετά αναπάντητα ερωτήματα, που αφήνουν μεγάλο κενό στη γνώση μας και συνιστούν εμπόδιο για τη λήψη αποφάσεων», σημειώνεται στην πρώτη Παγκόσμια Θαλάσσια Αξιολόγηση του ΟΗΕ η οποία δημοσιεύτηκε επίσης το 2015.

Μία άλλη προειδοποίηση προέρχεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τη Θάλασσα (European Marine Board). Σε πρόσφατη έκθεση υπογραμμίζει τους κινδύνους της αναδυόμενης «γαλάζιας οικονομίας μεγάλου βάθους», για θάλασσες με βάθος μεγαλύτερο από 200 μέτρα. Νέες τεχνολογίες καθιστούν διαθέσιμα ύδατα που παρέμεναν ανεξερεύνητα και απροσπέλαστα μέχρι τώρα, ενώ επιστήμη, πολιτική και διακυβέρνηση τρέχουν για να μη μείνουν πίσω. Υπάρχει ο φόβος ότι θα προκαλέσουμε ζημιά σε εύθραυστα οικοσυστήματα μεγάλου βάθους πριν καν τα κατανοήσουμε σωστά. Μόλις το 0,0001% των βαθέων υδάτων έχουν εξεταστεί δειγματοληπτικά σε βιολογικό επίπεδο.

Μελέτη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη στρατηγική της Ε.Ε. για τη «γαλάζια ανάπτυξη» δημιούργησε ερωτήματα σχετικά με το πώς θα μπορούσε να εφαρμοστεί μία πολιτική δεδομένων των κενών στη γνώση μας για τη θαλάσσια ζωή, τους πόρους του βυθού, καθώς και τους κινδύνους και τις ευκαιρίες της περαιτέρω οικονομικής δραστηριότητας στις θάλασσες της Ευρώπης. Καθώς ο ανταγωνισμός για τον ωκεάνιο χώρο εντείνεται, η ύπαρξη αυτών των δυσχερειών -σε συνδυασμό με νομικούς και θεσμικούς περιορισμούς- θα σημαίνει ότι η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ της ενθάρρυνσης της οικονομικής ανάπτυξης και της διαφύλαξης της υγείας των ωκεάνιων οικοσυστημάτων θα είναι ένα εξαιρετικά περίπλοκο και μακροχρόνιο εγχείρημα για τις περισσότερες χώρες.

Πρέπει όμως να έλθει στο προσκήνιο, γιατί η «γαλάζια οικονομία» αντιπροσωπεύει και κάποια εκατομμύρια θέσεις εργασίας.