Skip to main content

Η αδρανούσα κοινωνία

Από την έντυπη έκδοση

Του Αθανασίου Χ. Παπανδρόπουλου

Κατά πολλούς παρατηρητές, η αδράνεια που παρατηρείται στην ελληνική κοινωνία στη διάρκεια του χρόνου θα έχει όλο και δραματικότερες επιπτώσεις. Από το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής χρήσης, που έφερε στην επιφάνεια και το μέγεθος της ελληνικής υπερχρέωσης, έχουν περάσει 10 χρόνια. Στη διάρκειά τους η χώρα απέφυγε μια δραματική πτώχευση και στην ουσία από τα μέσα του 2010 τελεί υπό διεθνή επιτήρηση.

Την ίδια περίοδο, το ακαθάριστο προϊόν της χώρας υποχώρησε κατά 30% περίπου και στα ίδια επίπεδα κινήθηκαν οι μειώσεις στην αμοιβή της εργασίας και στις συντάξεις. Παράλληλα, η ανεργία εκτινάχθηκε στο επίπεδο του 30% του ενεργού πληθυσμού και σήμερα βρίσκεται στο ύψος του 20%. Ως φαίνεται, κατά ένα μέρος αυτή η μείωση της ανεργίας οφείλεται στο ότι σχεδόν 500.000 Έλληνες επιστήμονες και πτυχιούχοι έφυγαν από τη χώρα, αναζητώντας καλύτερη τύχη εκτός αυτής.

Χωρίς κίνδυνο διαψεύσεως, έτσι, μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα έχασε μια δυναμική γενιά, γεγονός εξαιρετικά σοβαρό, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι οι νέοι που την εγκατέλειψαν είναι μέρος της γενιάς από την οποία θα ξεπηδήσουν και οι αυριανοί κυβερνήτες της χώρας. 

Υπό αυτές τις συνθήκες, ένα σοβαρό ερώτημα που προβάλλει είναι κατά πόσο η σημερινή γενιά των τριαντάρηδων και σαραντάρηδων έχει επαρκώς καταλάβει τι συνέβη στη χώρα τα τελευταία χρόνια και πώς θα μπορούσε η Ελλάδα να σταθεί στα πόδια της σε μια εποχή όπου τόσο στην οικονομία όσο και στη γεωπολιτική οι παρατηρούμενες ανακατατάξεις έχουν κοσμογονικό χαρακτήρα.

Το ίδιο ερώτημα πάντως τίθεται και στο επίπεδο των παλαιότερων, οι οποίοι φέρουν και το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για τις εξελίξεις που σημειώθηκαν στη χώρα τα τελευταία 45 χρόνια. 

Από την άποψη αυτή, πολύ φοβόμαστε ότι «το γηράσκω αεί διδασκόμενος» στην Ελλάδα όχι μόνο δεν ισχύει, αλλά μάλλον και ποτέ δεν ίσχυσε. Διαφορετικά η χώρα θα είχε αποφύγει από ιστορικής πλευράς κάποιες από τις επτά πτωχεύσεις της και τους εμφυλίους που σημάδεψαν την πορεία της από το 1821 και μετά. Ανάγλυφα και ζωντανά δε, το ότι τα παθήματα δεν γίνονται μαθήματα στη χώρα που καυχάται ότι ανέδειξε τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Ηράκλειτο, το βλέπει κανείς και στη σημερινή πραγματικότητα.

Ιδιαίτερα δε στις δομές και συμπεριφορές της οικονομίας, οι οποίες παρά τις πιέσεις των εταίρων δανειστών μας αλλά και διεθνών οργανισμών, παραμένουν ακλόνητες και αντιπαραγωγικές. Αυτός είναι και ο λόγος που η χώρα στους τομείς της δημιουργίας, της έρευνας, της ανάπτυξης και της παραγωγικότητας παραμένει απελπιστικά ουραγός. 

Ακόμα χειρότερα, στο σύνολό της, η ελληνική κοινωνία παρουσιάζει μια εντυπωσιακή για δυτική χώρα αδράνεια, η οποία παραπέμπει σε άλλες κουλτούρες και σε διαφορετικά ήθη και έθιμα. Και την επισήμανση αυτή δεν την κάνουμε εμείς. Τον τελευταίο καιρό έγινε από γνωστές διεθνώς προσωπικότητες, εντυπωσιασμένες κυριολεκτικά από την αδιαφορία που ένα ευρύ κοινωνικό σύνολο δείχνει απέναντι στα γεγονότα.

Δεν είναι δε λίγοι αυτοί που απορούν πώς γίνεται και στη χώρα όπου πρωτοεμφανίστηκε πριν από 2.500 χρόνια ο ορθός λόγος, σήμερα να κυριαρχούν στους κόλπους της η ακρισία, η δεισιδαιμονία και η συνωμοτική θεώρηση των εξελίξεων. 

Δυστυχώς, στις μέρες μας αντί να βλέπουμε προσπάθειες εξόδου από τους φαύλους κύκλους του παρελθόντος, ήτοι την υπερχρέωση και την αντιπαραγωγική κατανάλωση με δανεικά, έντρομοι παρακολουθούμε διαπληκτισμούς και εξορκισμούς, μοναδικός στόχος των οποίων είναι η επίρριψη ευθυνών σε τρίτους. Η οικονομία όμως έχει μια πικρή ιδιότητα: δεν λέει ποτέ ψέματα.

Αυτό συμβαίνει διότι η οικονομική δραστηριότητα συνολικά υπακούει σε κανόνες, οι οποίοι ναι μεν επηρεάζονται από τις ανθρώπινες συμεριφορές, πλην όμως διαμορφώνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται μυριάδες ανθρώπινες δραστηριότητες. 

Στο επίπεδο αυτό λοιπόν, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στην οικονομική πραγματικότητα πλούτος δημιουργείται μόνο μέσα από παραγωγικές δραστηριότητες που στόχος τους είναι όλο και περισσότεροι άνθρωποι να αποκτήσουν αγαθά που στο παρελθόν τα είχαν οι λίγοι. Κατά συνέπεια, εάν δούμε τη γεωγραφία της ανάπτυξης θα παρατηρήσουμε ότι σήμερα ευημερούν και πλουτίζουν χώρες που μπορούν να επιδείξουν οικονομικό δυναμισμό. Σαφώς δε αυτός ο τελευταίος όλο και πιο πολύ στηρίζεται στην καινοτομία, στη γνώση, στην εφευρετικότητα αλλά και σε νέα φαινόμενα όπως είναι η οικονομία των αλγορίθμων, της τεχνητής νοημοσύνης και του ψηφιακού περιβάλλοντος. 

Είναι καιρός πλέον να καταλάβουμε τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε και εξελισσόμαστε και να ανταποκριθούμε σε προκλήσεις οι οποίες δεν αντιμετωπίζονται με λόγια και ιδεοληψίες, αλλά με συγκεκριμένες δημιουργικές πρωτοβουλίες.