Από την έντυπη έκδοση
Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Μιλώντας για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, αλλά και της χώρας γενικότερα, σε πρόσφατη εκδήλωση της Κίνησης Πολιτών, ο πρώην υπουργός και τέως πρόεδρος της Δράσης Στέφανος Μάνος τόνισε με αρκετή δόση πικρού προβληματισμού ότι, σύμφωνα με σοβαρές διεθνείς μελέτες, η ελληνική οικονομία θα χρειαστεί περί τα 20 χρόνια για να φθάσει στο επίπεδο όπου βρισκόταν στο 2007! Δηλαδή, το 2039 θα έχει το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) που είχε πριν 12 χρόνια. Ένα μέρος του οποίου όμως, πρέπει να πούμε, ότι τότε προέκυπτε από υπερβολικό δανεισμό και όχι από εγχώρια παραγωγή πλούτου! Στο πλαίσιο αυτό, έτσι, ο πρώην υπουργός πρότεινε μια σειρά μέτρων μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης, αλλά και εξορθολογισμού της, τα οποία θα επέτρεπαν ενδεχομένως η εικοσαετία να μειωθεί κατά οκτώ χρόνια περίπου.
Αν τα μέτρα αυτά δεν υιοθετηθούν μέσα στις 30 πρώτες ημέρες μιας πιθανής κυβέρνησης της Ν.Δ., τότε, κατά τον κ. Στέφανο Μάνο, η χώρα θα μπει στον δρόμο μιας νέας περιπέτειας, δεδομένης επίσης και της υψηλής αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει τη διεθνή οικονομική δραστηριότητα. Από την άλλη πλευρά όμως πέρα από τις δημοσιονομικές θεωρήσεις η Ελλάδα σήμερα έχει ανάγκη μεγάλων επενδύσεων, σε όλους τους τομείς της πραγματικής οικονομίας. Διότι, κακά τα ψέματα, αν η χώρα δεν πιάσει ρυθμούς ανάπτυξης του 3% έως 4%, δεν πρόκειται ποτέ να βγει από τη σημερινή κατάστασή της, τονίζουν έγκυροι παρατηρητές της ελληνικής οικονομίας, που υπογραμμίζουν τις υπέρογκες φορολογικές επιβαρύνσεις και τον αντιπαραγωγικό τους πλέον χαρακτήρα. Πέρα όμως από τους ρυθμούς ανάπτυξης, στο χρηματοδοτικό επίπεδο, ανησυχία υπάρχει και με την πιθανή άρση των κεφαλαιακών ελέγχων, που οι τράπεζες κυριολεκτικά την απεύχονται.
Σε πρόσφατο δημοσίευμά της η γερμανική εφημερίδα «Χάντελσμπλατ» επισημαίνει τον κίνδυνο από μια πλήρη άρση των capital controls, η οποία θα μπορούσε να καταλήξει σε νέα φυγή κεφαλαίων από τη χώρα.
Σχολιάζοντας τις κυβερνητικές προθέσεις για πλήρη άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, ως ένα ακόμη προεκλογικό χαρτί επιστροφής στην κανονικότητα, η γερμανική οικονομική εφημερίδα μεταφέρει τις ανησυχίες των επικεφαλής των συστημικών τραπεζών, ότι η κίνηση είναι βιαστική και μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη. Σε περίπτωση που οι περιορισμοί αρθούν και προκληθεί ατύχημα, το ερώτημα είναι ποιος θα πληρώσει το κόστος, αναφέρει χαρακτηριστικά η «Handelsblat». Και συνδέει τον φόβο ενός νέου κύματος εκροών με τα συνεχή τον τελευταίο καιρό καμπανάκια του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη, ότι οι τράπεζες, οι οποίες έχουν ήδη ανακεφαλαιοποιηθεί τρεις φορές κατά τα έτη της κρίσης, ενδέχεται να χρειαστούν νέα κεφάλαια.
«Από πού θα βρεθούν τα χρήματα είναι τελείως ασαφές», σημειώνει η εφημερίδα, προσθέτοντας ότι «το να πληρώσουν οι μέτοχοι των τραπεζών είναι ένα αμφισβητήσιμο σενάριο», διότι «οι μετοχές των τραπεζών έχουν ήδη χάσει το 80% της αξίας τους από την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση στο τέλος του 2015…». Επισημαίνεται επίσης ότι «είναι απίθανο να χορηγήσουν νέες ενισχύσεις στην Ελλάδα οι Ευρωπαίοι εταίροι της». Εξάλλου, οι τελευταίοι, με ανησυχία παρακολουθούν τις προεκλογικές διαδικασίες στη χώρα, οι οποίες σίγουρα δεν είναι από αυτές πού θα μπορούσαν να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη.
Από αυτά που προηγούνται, λοιπόν, το γενικότερο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η ελληνική οικονομία έχει μακρύ και δύσκολο δρόμο μπροστά της, ο οποίος απαιτεί μεγάλες αντοχές από τη μια μεριά, αλλά και πραγματικές σε βάθος μεταρρυθμίσεις από την άλλη. Δυστυχώς, αυτές οι τελευταίες δεν έχουμε την αίσθηση ότι είναι παρούσες στον σημερινό κυβερνητικό ορίζοντα. Αποτελούν δε μέγα ζητούμενο και για όσους θα κληθούν αρκετά σύντομα να αναλάβουν καθήκοντα οικονομικής διαχείρισης. Δεν έχουν πλέον περιθώρια για κρυφτούλι και αυτή η διάσταση είναι μια σοβαρή παράμετρος και των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα μας. Είναι προφανές ότι πάνω στο θέμα των μεταρρυθμίσεων θα παιχτούν αρκετά πολιτικά παιχνίδια, που ενέχουν όμως και σοβαρούς κινδύνους. Ιδιαίτερα δε αυτούς μιας βίαιης αναρχίας και ο νοών νοείτω.
Για την ιστορία υπενθυμίζεται ότι, κατά τη διάρκεια των ετών της κρίσης, οι τράπεζες έχασαν σχεδόν το ήμισυ των καταθέσεών τους. Από το 2009 έως τα μέσα του 2015, οι καταθέσεις μειώθηκαν από 237,5 δισ. ευρώ σε μόλις 122,2 δισ. ευρώ. Σήμερα έχουν αυξηθεί και πάλι σε 134,5 δισ. ευρώ, αλλά τραπεζικοί κύκλοι εκτιμούν ότι οι Έλληνες εξακολουθούν να έχουν περίπου 28 δισ. ευρώ σε μετρητά σε θυρίδες, λόγω του φόβου για το μέλλον των τραπεζών. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι δημόσιο και ιδιωτικό χρέος αθροίζουν συνολικά πάνω από 600 δισ. ευρώ, τα οποία σίγουρα δεν αποπληρώνονται σε μια εικοσαετία. Μήπως είναι καιρός λοιπόν να καλύψουμε σήμερα και ένα χρόνιο έλλειμμα σοβαρότητας ως προς το οικονομικό γίγνεσθαι της χώρας;