Από την έντυπη έκδοση
Του Ιωάννη Παπαδόπουλου,
αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Στις 4 Μαρτίου ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν δημοσίευσε σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες μια έκκληση προς τους Ευρωπαίους πολίτες για να υποστηρίξουν ορισμένες μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν την Ε.Ε. ισχυρότερη εν όψει των επερχόμενων ευρωεκλογών. Με την έκκλησή του «Για μια ευρωπαϊκή Αναγέννηση», ο Μακρόν σημειώνει ότι προκειμένου να αντιμετωπίσουμε συλλογικά τις «ευρωπαϊκές παγίδες» και να μην αφήσουμε ελεύθερο πεδίο στον εκ νέου ανερχόμενο εθνικισμό, απαιτούνται μια σειρά από θεσμικά και οικονομικά – κοινωνικά μέτρα.
Στα θεσμικά μέτρα συγκαταλέγεται η ίδρυση ενός Ευρωπαϊκού Οργανισμού Προστασίας της Δημοκρατίας από τις ασύμμετρες απειλές των παραβιάσεων των ευρωπαϊκών αξιών, των κυβερνοεπιθέσεων, των fake news και της έκφρασης μίσους, καθώς και η επίσημη παραδοχή ότι τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης είναι κοινά και ότι θα πρέπει τόσο η φύλαξή τους όσο και η διαχείριση των αιτήσεων ασύλου από πολίτες τρίτων χωρών να γίνονται πανευρωπαϊκά και όχι από τα επιμέρους κράτη-μέλη. Στο πλαίσιο αυτής της φιλοσοφίας, ο Μακρόν προτείνει τη μεταρρύθμιση του Χώρου Σένγκεν κατά τρόπο που όλα τα κράτη-μέλη που επιθυμούν να συμμετέχουν σε αυτόν να «τηρούν τις υποχρεώσεις ευθύνης (αυστηροί συνοριακοί έλεγχοι) και αλληλεγγύης (μία ενιαία πολιτική ασύλου, με τους ίδιους κανόνες αποδοχής και απόρριψης των αιτήσεων)».
Δίπλα στα θεσμικά μέτρα, προτείνει και μια σειρά από οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις πρώτης τάξεως, όπως η θέσπιση ενός ευρωπαϊκού εργαλείου μακροοικονομικής σταθεροποίησης και αμοιβαιοποίησης ρίσκου για την απορρόφηση ασύμμετρων οικονομικών σοκ, η θέσπιση ενός ευρωπαϊκού ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος εν είδει κοινωνικής ασπίδας όλων των Ευρωπαίων εργαζομένων, από τα ανατολικά μέχρι τα δυτικά και από τα βόρεια μέχρι τα νότια, καθώς και έναν κατώτατο ευρωπαϊκό μισθό προσαρμοσμένο στα δεδομένα κάθε κράτους-μέλους, ο οποίος να αποτελεί αντικείμενο συλλογικής πολιτικής συζήτησης και απόφασης κάθε χρόνο.
Τέλος, η έκκληση προτείνει τη διαπραγμάτευση και υπογραφή μιας νέας Ευρωπαϊκής Συνθήκης για Άμυνα και Ασφάλεια και την ίδρυση ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ασφαλείας, το οποίο να μπορεί να συμπεριλάβει και το Ηνωμένο Βασίλειο, προκειμένου η Ευρώπη να αναλαμβάνει συλλογικές αμυντικές πρωτοβουλίες.
Είναι, θα έλεγα, σημαδιακό ότι από την έκκληση Μακρόν απουσιάζει οιαδήποτε αναφορά στον πάλαι ποτέ γαλλογερμανικό κινητήριο άξονα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο Γάλλος πρόεδρος δείχνει εμφανώς να επιθυμεί την προώθηση της ατζέντας του ευρωπαϊσμού ανεξαρτήτως του αν η γερμανική πολιτική τάξη θα τον ακολουθήσει ή όχι. Πράγματι, λίγες μέρες αργότερα, σε ένα άρθρο γνώμης που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Welt am Sonntag», η διάδοχος της Άγκελα Μέρκελ στην προεδρία των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρεμπάουερ ναι μεν χαιρέτισε την έκκληση Μακρόν, πλην όμως υιοθέτησε μια διαφοροποιημένη πολιτική στάση έναντι των προτάσεων αυτής. Χαρακτηριστικά, η Κραμπ-Καρεμπάουερ θεωρεί ότι κάθε κράτος-μέλος οφείλει να διαδραματίζει έναν ρόλο στην αντιμετώπιση των αιτιών της μετανάστευσης, στη διαχείριση των συνόρων και στην υποδοχή των προσφύγων.
Με άλλα λόγια, διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τον εθνικό χαρακτήρα της μεταναστευτικής και προσφυγικής πολιτικής, και μάλιστα υιοθετεί έναν παράξενο διακρατικό συμψηφισμό ευρωπαϊκών υποχρεώσεων, καθώς δέχεται ότι «όσα περισσότερα κάνουν τα κράτη-μέλη στον τομέα της μετανάστευσης, τόσο λιγότερα θα πρέπει να συνεισφέρουν σε άλλους τομείς». Στο οικονομικό – κοινωνικό σκέλος, η αντίδραση της πιθανής επόμενης καγκελαρίου της Γερμανίας είναι ακόμα ισχυρότερη, καθώς αντιτάσσεται σθεναρά στις ιδέες του Μακρόν για έναν κατώτατο ευρωπαϊκό μισθό, την ευρωπαϊκή εναρμόνιση των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και την αμοιβαιοποίηση των δημοσίων χρεών των κρατών-μελών της Ε.Ε.
Η γαλλική αντίδραση στη γερμανική αντίδραση δεν άργησε να δημοσιοποιηθεί. Η υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Ναταλί Λουαζό δήλωσε στην εφημερίδα «Le Monde»: «Όσο συνεχίζω να ακούω ότι δεν θα πρέπει να αμοιβαιοποιούμε το ρίσκο, αυτό σημαίνει ότι δεν πηγαίνουμε μπροστά, δεν αλλάζουμε τίποτα». Επί τη ευκαιρία, η Γαλλίδα υπουργός έσπευσε να θάψει οριστικά τις δύο βασικές θεσμικές προτάσεις της Κραμπ-Καρεμπάουερ: την εγκατάλειψη της γαλλικής μόνιμης έδρας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ προς χάριν μιας κοινής ευρωπαϊκής έδρας, και την κατάργηση της δεύτερης έδρας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο, με διατήρηση των Βρυξελλών ως μοναδικής έδρας.
Είναι φανερό πως αυτή η ιδιότυπη θεωρητική αντιπαράθεση γύρω από το μέλλον της Ευρώπης μάς αφήνει με ένα σκηνικό εσωτερικής έριδας των δύο κεντρικών δυνάμεων της Ε.Ε., το οποίο έρχεται να προστεθεί στην ήδη υπάρχουσα θεωρητική διχόνοια μεταξύ των «οραματιστών φεντεραλιστών» σαν τον Μακρόν και των «πραγματιστών κυριαρχιστών» σαν τους πρωθυπουργούς των περισσότερων ανατολικών κρατών, οι οποίοι δεν αφήνουν ούτε μία ευκαιρία να κατηγορήσουν τους πρώτους για την «αποκοπή τους απ’ την πραγματικότητα» και τις προτάσεις τους που «δεν ενδιαφέρουν τον μέσο πολίτη, παρά μόνο τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών και τους ειδικούς».
Η στάση της Γερμανίας, η οποία από βασική προωθητική δύναμη της ευρωπαϊκής ενοποίησης όσο ακόμα υπήρχε η «Δημοκρατία της Βόννης» στην ψυχροπολεμική περίοδο, μετατράπηκε σταδιακά σε παράγοντα ανάσχεσης της εμβάθυνσης και της σταδιακής ομοσπονδιοποίησης της γηραιάς ηπείρου επί καγκελαρίας Μέρκελ, κάνει τη ζυγαριά να γέρνει πια σαφώς προς την πλευρά των ευρωσκεπτικιστών. Για μία ακόμα φορά, αν και με εντελώς διαφορετική μορφή, το Γερμανικό Ζήτημα τίθεται στην καρδιά της Ευρώπης ως ιστορικός δεσμός – αν όχι ως μοιραίος σκόπελος.