Skip to main content

Μετά το ομόλογο, τα αληθινά σύννεφα

Από την έντυπη έκδοση 

Tου Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Τελικά, η απόφαση της κυβέρνησης/τα αντανακλαστικά του ΟΔΔΗΧ, να επιχειρήσει την έκδοση του 10ετούς ομολόγου (με απόδοση, θυμίζουμε, 3,90%) χωρίς να περιμένει τις επόμενες εξελίξεις και δη το Eurogroup της 11ης Μαρτίου, αποδεικνύεται απόφαση σώφρων, αν μη σοφή! Διότι και το σασπένς μέχρι την τελική απόφανση Euro Working Group/Eurogroup στο μέτωπο της αποδέσμευσης των κερδών από ANFAs/SMPs (και των step-up των δανείων ΔΝΤ) -το διαβόητο 1 δισ. που επιχειρήθηκε και από πλευράς ESM/Ρέγκλινγκ να λειτουργήσει με τη δυσάρεστη λογική των «δόσεων» της εποχής των μνημονίων…- κινδύνεψε να αποβεί τραυματιστικό. Αλλά και οι μετά-τη-Moody’s εκθέσεις, όπως η σαρακοστιανή/πρώτη μεταμνημονιακή του ΔΝΤ, ήταν προδιαγεγραμμένο ότι θα έφεραν δυσάρεστη γεύση. Αμφιβολίες για τα «κόκκινα» δάνεια. επαναφορά της απαίτησης για μείωση του αφορολόγητου από 1ης/1/2020. Ισχυρότερο καμπανάκι για τον δικαστικό ακτιβισμό στη διεκδίκηση των αναδρομικών ανά τον προστατευμένο δημόσιο τομέα.

Όμως ουσιαστικότερη θα ήταν και για το ομόλογο η επίπτωση από την υποχώρηση των εκτιμήσεων για την αναπτυξιακή μίνι-δυναμική της οικονομίας: εδώ το 1,9% (αντί του 2%) για το 2018, όπως καταγράφηκε από την ίδια την ΕΛΣΤΑΤ, προσλαμβάνει συμβολικό κυρίως χαρακτήρα. Όμως το γεγονός ότι αυτή η αποεπιτάχυνση ανάγεται στο τελευταίο τρίμηνο της περασμένης χρονιάς και μάλιστα ότι (όπως παρατηρούσε η Handelsblatt, η οποία επ’ εσχάτων «κοιτάζει» πολύ προσεκτικά τον ευρωπαϊκό Νότο…) ο τερματισμός εννέα συνεχόμενων ανοδικών τριμήνων στην Ελλάδα συνδυάζεται με ανάλογο λαχάνιασμα της Ιταλίας, δημιουργεί σοβαρότερες σκέψεις. 

Βέβαια, η θετική εκκίνηση της βιομηχανικής παραγωγής (+3,4% κατά ΕΛΣΤΑΤ για τον Ιανουάριο – όμως το κάρο έσυρε η ανάκαμψη στην παραγωγή ηλεκτρισμού…) επιτρέπει παρ’ ημίν ψυχραιμία. Στην ίδια φάση αναφέρθηκε σκόνταμμα των εξαγωγών κατά -1,5% (αν και εδώ, χωρίς τα πετρελαιοειδή, θα είχαμε +5%). Άμα όμως θυμηθεί κανείς ότι η άνοδος σημειώθηκε κυρίως προς χώρες Ε.Ε., πλην όμως χωρίς τα πετρελαιοειδή, παρουσιάζει ήδη ελαφρά μείωση (από +2,6% πηγαίνει η καταγραφή πίσω στο -3,4%) και άμα -κυρίως!- διαβάσει ότι στη γερμανική οικονομία έχουμε συνεχείς (ήπιες μεν, αλλά) αναθεωρήσεις προς τα κάτω των στόχων για το ΑΕΠ και ότι ήδη γινόταν λόγος για -3% στα εκεί βιβλία παραγγελιών, τότε το «κράτα μικρό καλάθι» για την ευαίσθητη σε κραδασμούς ελληνική οικονομία αποκτά πρόσθετο νόημα. Η Γερμανία, βλέπετε, αποτελεί «ατμομηχανή» για την συνολική ευρωπαϊκή οικονομία -αλλά και βασικότατα για τις οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου (και… για εμάς)- όχι μόνον όταν επιταχύνει, αλλά και όταν χάνει ταχύτητα.

Όταν επιπλέον βλέπουμε την ίδια την ΕΚΤ να μιλάει για χαλάρωση της οικονομικής δραστηριότητας (από +1,7% για το 2019 στην Ευρωζώνη, είμαστε στο +1,1% πλέον), όταν ακούμε τον Μάριο Ντράγκι να επαναφέρει σε λογική στήριξης της οικονομικής δραστηριότητας (καθώς «περνούμε περίοδο συνεχιζόμενης αδυναμίας και επίμονης αβεβαιότητας») αναγγέλλοντας διατήρηση των υπερ-χαμηλών επιτοκίων αλλά και συνέχιση της αγοράς χρεογράφων, όταν ακόμη και ο ΟΟΣΑ βρίσκει το θάρρος να συστήσει στις Κεντρικές Τράπεζες να συνεχίσουν τα μέτρα στήριξης «εν όψει της αβεβαιότητας στην παγκόσμια οικονομία» (για την Ευρωζώνη ο Οργανισμός από +1,8% πρόβλεψη ανάπτυξης πέρασε στο +1%) – όταν αυτός είναι ο ορίζοντας μπροστά, τότε η συζήτηση σ’ εμάς χρειάζεται να φύγει από τη λογική των Eurogroup και της μεταμνημονιακής παρακολούθησης και των δόσεων. Και να επικεντρωθεί στο «πώς το πάμε το καράβι», σε φάση που οι μεγάλοι την θεωρούν «συνεχιζόμενης αδυναμίας και επίμονης αβεβαιότητας».

Όσο λοιπόν η χώρα -και η οικονομία της, εντάξει;- θα μπαίνει σε ακόμη σαφέστερη προεκλογική τροχιά και όσο η έμφυτη στο ελληνικό πολιτικό σύστημα ροπή σε πλειοδοσία ταξιμάτων θα επαληθεύεται (απόδοση αναδρομικών δικαστικών αποφάσεων; προστασία πρώτης κατοικίας;), αυτά τα αληθινά σύννεφα θα ‘πρεπε να συγκεντρώνουν μεγαλύτερη προσοχή.

Έχουμε ήδη την προσεκτική προειδοποίηση για συγκράτηση των προσδοκιών από μέρους του συντονιστή του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή Φραγκίσκου Κουτεντάκη -που ίσως μερικοί θα ‘πρεπε τώρα να αναγνωρίσουν πόσο τον αδίκησαν όταν αναλάμβανε διάδοχος του Π. Λιαργκόβα και τον κατήγγειλαν ως «φυτευτό του Μαξίμου»!- ότι μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Ότι «θα περάσουν χρόνια ώστε να αποκατασταθεί ευπρεπής ευημερία». Κυρίως όμως όταν τόνισε ότι η διαχείριση των ληξιπρόθεσμων του Δημοσίου, των «κόκκινων» δανείων αλλά και του (καταταλαιπωρημένου!) ανθρώπινου/εργατικού δυναμικού, είναι εκείνο που θα κρίνει το μέλλον. Συν… η «καταγραφή της άγνοιας» για την επίπτωση της αύξησης του κατώτατου μισθού, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή στις επιπτώσεις της κίνησης στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Πολύτιμα -αληθινά- λόγια.