Από την έντυπη έκδοση
Tου Κώστα Μποτόπουλου*
Η ώρα που κόπασε -προσωρινά: στα μέσα Μαρτίου υπάρχουν νέες κρίσιμες ψηφοφορίες- η οχλαγωγή από τη συνταγματική αναθεώρηση -η οποία, παρότι απότοκο της κρίσης, δεν άγγιξε θέματα οικονομίας-, το ενδιαφέρον στρέφεται -πάλι προσωρινά: τίποτα δεν συγκρατεί πλέον για πολύ το δημόσιο ενδιαφέρον- στο επόμενο «μεγάλο αγκάθι». Και αυτό δεν είναι άλλο από την αναμενόμενη και τελεσίδικη κρίση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για την επιστροφή επιδομάτων και εορτών αδείας στους δημοσίους υπαλλήλους.
Το ενδιαφέρον της είναι τριπλό: νομικό -εάν και με σε ποιες βάσεις η Ολομέλεια θα ακολουθήσει την καταρχήν υπέρ της επιστροφής απόφαση-πρόκριμα του Στ’ Τμήματος-, κοινωνικό -η απόφαση θα έχει συνέπειες για μεγάλο μέρος του πληθυσμού αλλά και για το σύνολο των φορολογουμένων- και οικονομικό – ενδεχόμενη απόφαση περί επιστροφής θα δημιουργήσει μεγάλη, και δύσκολα καλυπτόμενη, «τρύπα» στα ταμεία του κράτους, σε εποχή, ας μην το ξεχνάμε, που ούτε η κρίση είναι πίσω μας, ούτε η «οικονομική κυριαρχία» έχει πλήρως επιστρέψει.
Το ζήτημα είναι κρίσιμο και ιδιαίτερα λεπτό, καθώς φέρνει σε δυνητική σύγκρουση εξίσου άξια προστασίας έννομα αγαθά και κοινωνικές ομάδες, ενώ δεν είναι, το είδαμε μόλις, ακραιφνώς νομικό. Δεν μπορεί, όμως, να στηρίζεται σε εσφαλμένες νομικές, συνταγματικής μάλιστα περιωπής, βάσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τόσο οι νομικές βάσεις όσο και οι τελικές σταθμίσεις -στάθμιση: αυτή είναι η λέξη-κλειδί- δεν συνδιαμορφώνονται και σε σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα. Με τις σκέψεις που ακολουθούν θα προσπαθήσω να ξεκαθαρίσω, όσο είναι εφικτό, τι ισχύει και τι όχι και πού κυρίως θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να εστιάζονται οι σταθμίσεις.
1 Το ζήτημα, όχι για πρώτη φορά στον ελληνικό δημόσιο διάλογο, αντιμετωπίστηκε με μανιχαϊστικούς όρους. Υπήρξαν φωνές, νομικών και μη -αλλά κυρίως μη-, που, μπροστά στο μέγεθος της επικείμενης δημοσιονομικής αποσταθεροποίησης, υποστήριξαν, ή και ζήτησαν, τη μη παρεμβολή των δικαστών σε κρίσεις που αφορούν οικονομικού χαρακτήρα, και υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, αποφάσεις της κυβέρνησης. Και άλλες φωνές, που θεώρησαν ότι η προκείμενη δικαστική κρίση διαθέτει τόσο ισχυρά συνταγματικά, ελληνικά και διεθνή, ερείσματα, ώστε μπορεί, σχεδόν οφείλει, να παραβλέπει τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Η πρώτη άποψη είναι νομικά εσφαλμένη -τα δημοσιονομικά ζητήματα δεν τίθενται και δεν θα ήταν ορθό να τεθούν εκτός δικαστικού ελέγχου-, η δεύτερη ερμηνευτικά προβληματική – ο έλεγχος συνταγματικότητας είναι, όπως θα δούμε, εκ φύσεως έλεγχος ορίων και τα όρια δεν κρίνονται αορίστως αλλά με βάση και τις αιτίες και τις επιπτώσεις των κυβερνητικών αποφάσεων.
2 Τόσο το ελληνικό Σύνταγμα και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), όσο και η εγχώρια και διεθνής πρακτική, δεν αφήνουν αμφιβολία περί του ότι τα δικαστήρια έχουν όχι μόνο δυνατότητα αλλά και υποχρέωση να ελέγξουν αποφάσεις δημοσιονομικού χαρακτήρα που άγονται ενώπιόν τους. Το Σύνταγμά μας δεν κάνει διάκριση ως προς το περιεχόμενο νόμων και διατάξεων που είναι δικαστικώς ελεγκτέοι (άρθρο 93 παρ. 4) -άλλο το ζήτημα ότι θεσπίζει τον λεγόμενο «διάχυτο» έλεγχο-, ενώ για δημοσιονομικά και ιδίως «μνημονιακά» ζητήματα πιθανώς ο συγκεντρωτικός έλεγχος από ένα Συνταγματικό Δικαστήριο να ήταν αποτελεσματικότερος. Από την άλλη, θεσπίζει το «Κοινωνικό κράτος Δικαίου» (άρθρο 25), το οποίο μεριμνά -υποχρεωτικά- για τον περιορισμό της εισβολής του κράτους στην ιδιωτική σφαίρα και στα δικαιώματα του ατόμου.
Στα δικαιώματα αυτά ασφαλώς ανήκουν τόσο η εργασία όσο και η παροχή μισθού, το Σύνταγμα θέτει μάλιστα, για την υλοποίηση της επ’ αυτών προστασίας, τους βασικούς οργανωτικούς: κανένας φόρος, μισθός, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή χωρίς ειδικό νόμο (άρθρα 78 παρ. 1 και 80 παρ. 1), καθώς και ερμηνευτικούς κανόνες: σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρο 2 παρ. 1), αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης (άρθρο 4 παρ. 1), ειδικώς δε της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών (άρθρο 4 παρ. 5) και αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1). Από την πλευρά του, το ΕΔΔΑ όχι μόνο θεσπίζει το δικαίωμα στην περιουσία και ειδικώς στον μισθό ως απαράγραπτα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά έχει και επανειλημμένα νομολογήσει σχετικά με τα όρια περικοπών μισθών και συντάξεων. Τέλος, τόσο το Συμβούλιο της Επικρατείας, ξεκινώντας από την κεντρική απόφαση 668/2012 περί της συνταγματικότητας του Πρώτου Μνημονίου, αλλά μη σταματώντας εκεί (δεν είναι διόλου λίγες οι περιπτώσεις που, στη συνέχεια, κρίθηκαν παράνομα συγκεκριμένα μέτρα και περικοπές εκ των Μνημονίων), όσο και άλλα ευρωπαϊκά συνταγματικά δικαστήρια, χωρών υπό Μνημόνιο (Πορτογαλία) και μη (Γερμανία), δεν δίστασαν να κρίνουν και συχνά να ακυρώσουν «μνημονιακού» χαρακτήρα δημοσιονομικές διατάξεις.
3 Εφόσον καταδείχθηκε ότι, ελέγχοντας δημοσιονομικού χαρακτήρα μέτρα, οι δικαστές δεν «υποκαθιστούν» τον νομοθέτη αλλά εκπληρώνουν το προστατευτικό καθήκον τους, μένει και να δειχθεί ποια είναι τα εργαλεία τους. Το επιχείρημα «οι δικαστές δεν γνωρίζουν οικονομικά, γι’ αυτό δεν μπορούν να καταλάβουν και να κρίνουν τις οικονομικές επιλογές της κυβέρνησης» δεν ευσταθεί. Πρώτον, μπορεί να μην έχουν σπουδάσει, οι περισσότεροι, οικονομικά, αλλά και μπορούν και υποχρεούνται να κατανοήσουν βασικές αρχές τους -οι υποθέσεις που άγονται ενώπιόν τους έχουν συχνά τέτοιο χαρακτήρα, πολύ πιο εξειδικευμένο μάλιστα, όπως στις περιπτώσεις φορολογικών υποθέσεων ή παραβάσεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς.
Με την πρόφαση της μη εξειδίκευσης, ο δικαστικός έλεγχος θα ήταν όχι μόνο αναγκαστικά ατελής αλλά και συνειδητά λειψός. Δεύτερον, ο έλεγχος αυτός δεν υπεισέρχεται, δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπεισέρχεται, στο «οικονομικό κομμάτι» των μέτρων (ύψος μισθών και συντάξεων, πεδίο περικοπών και επιδομάτων κ.λπ.), αλλά αφορά τις επιπτώσεις των μέτρων με βάση τις συνταγματικές αρχές και τα συνταγματικά κριτήρια (αν τηρήθηκε η ισότητα και η αναλογικότητα, αν προηγήθηκε η απαραίτητη μελέτη και στάθμιση, αν, πριν από τη λήψη επαχθών μέτρων, εξαντλήθηκαν όλες οι άλλες δυνατότητες κ.λπ.). Αυτή είναι η ουσία του «ελέγχου ορίων», που καθιστά τον έλεγχο μέτρων με δημοσιονομικό περιεχόμενο και νομιμοποιημένο και προβάσιμο στην κοινωνία. Η σχετική με τις απολαβές των ίδιων των δικαστών συζήτηση, που καμία φορά συγχέεται με τις περί δημοσιονομικών κρίσεις, είναι εντελώς άλλης κατηγορίας ζήτημα.
4 Τούτων δοθέντων, κάθε άλλο παρά αδιάφορες πρέπει να είναι για τους δικαστές τόσο η οικονομική κατάσταση της χώρας όσο και οι επιπτώσεις ενδεχόμενης απόφασής τους. Όχι όμως για να τους εμποδίσει να λάβουν μια απόφαση, αλλά ως στοιχεία της στάθμισής που οφείλουν, βάσει των συνταγματικών κανόνων, να κάνουν. Αν, για παράδειγμα, πολλοί πλήττονται λίγο, ή ακόμα και λίγοι κάπως περισσότερο, προκειμένου το κοινωνικό σύνολο να ωφεληθεί ή να γλιτώσει τα χειρότερα (αυτή ήταν η βάση της κεντρικής περί του Μνημονίου απόφασης του ΣτΕ), αν μέτρα είναι προσωρινά ή διαρκή, εάν προβλέπεται ή αναμένεται κάποιου είδους αποκατάσταση ή όχι, όλα αυτά είναι στοιχεία όχι απλώς ληπτέα υπόψη αλλά και κρίσιμα για τη διαμόρφωση της δικαστικής κρίσης.
Το αν, όμως, έχοντας κινηθεί εκτός συνταγματικών ορίων (αν, για παράδειγμα, οι περικοπές αφορούσαν αυθαίρετα μια ομάδα μισθωτών ή συνταξιούχων, ή αν, εξίσου αυθαίρετα, εξαιρούσαν άλλες, ή αν έπλητταν τον πυρήνα περιουσιακού δικαιώματος), το Δημόσιο κινδυνεύει να χάσει, αν ανατραπεί η απόφασή του, πολλά, ακόμα και πάρα πολλά χρήματα, αυτό, από μόνο του, δεν συνιστά λόγο ικανό να καλύψει το αρχικό σφάλμα. Όπως σε κάθε ερμηνευτικό ζήτημα, τα βασικά κριτήρια, πριν ακόμα και από τη νομική «τεχνογνωσία», είναι η λογική, η αυτοσυγκράτηση και το θάρρος. Αυτό ήταν το μάθημα του πατέρα μου, ο οποίος, όχι τυχαία, ήταν δικαστής και είχε δικάσει πολύ πιο δύσκολες υποθέσεις από αυτήν για την οποία μοιράστηκα μαζί σας τις παραπάνω σκέψεις.
* Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, σύμβουλος στην Τράπεζα της Ελλάδος, πρ. πρόεδρος
της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς