Skip to main content

Μέχρι πού θα φθάσει ο γαλλο-ιταλικός ακτιβισμός;

Από την έντυπη έκδοση

Της Έφης Τριήρη
[email protected]

Μία μεγάλη φιλία φαίνεται να γεννιέται πάνω στις αναγκαιότητες της νέας Ευρώπης. Για να καλύψει το κενό που αφήνει η αποχώρηση της Γερμανίδας καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ, αλλά και να διεκδικήσει μεγαλύτερη επιρροή σε μία Ευρώπη που επανεξετάζει τις πολιτικές της στα πάντα, από την οικονομία έως την άμυνα.  Ο λόγος για τους προέδρους Γαλλίας και Ιταλίας, Εμανουέλ Μακρόν και Μάριο Ντράγκι, που σήμερα το πρωί θα υπογράψουν την ιταλογαλλική συνθήκη ενισχυμένης συνεργασίας στο ιταλικό προεδρικό μέγαρο Κυρηνάλιο. Το ζητούμενο, η συντονισμένη δράση των δύο χωρών σε μία σειρά από τομείς, άμυνα, εξωτερική και οικονομική πολιτική, μεταναστευτικό και πολιτισμό, θυμίζοντας λίγο τη γαλλογερμανική συνθήκη φιλίας του 1963. 

Ουσιαστικά, το πλαίσιο της νέας συνεργασίας στοιχειοθετήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου, την παραμονή των 74ων γενεθλίων του Μάριο Ντράγκι, τα οποία και γιόρτασε παρέα με τον Μακρόν σε μία ταράτσα της Μασσαλίας ατενίζοντας το απέραντο γαλάζιο της Μεσογείου. Σε εκείνο το ταξίδι, ο Ντράγκι πέρασε 10 ολόκληρες ώρες σε διμερείς συναντήσεις με τον Μακρόν, περισσότερο από κάθε άλλο ηγέτη της ομάδας του G20, γεγονός που καταδεικνύει τη σπουδαιότητα αυτών των επαφών. Πόσο αρκετή και έγκαιρη είναι όμως η κίνηση αυτή για να αναδιαμορφώσει τους άξονες και να ανατρέψει τις ισορροπίες δυνάμεων στην Ευρώπη;

Εμφανώς, αποτελεί την αρχή ενός ενισχυμένου γαλλο-ιταλικού ακτιβισμού που έρχεται να στείλει ηχηρό μήνυμα στη νέα γερμανική κυβέρνηση συνασπισμού του Όλαφ Σολτς, έχοντας ως βάση την ευρωπαϊκή ενοποίηση, με ορίζοντα και σε άλλα πεδία σύγκλισης, όπως πράσινη ατζέντα και ψηφιακή οικονομία. 

Η κίνηση αυτή ενέχει σημαντικό συμβολισμό μέσα σε μία Ευρώπη που δοκιμάζεται από τριβές μετά το Brexit, είναι αντιμέτωπη με πληθωρισμό και με αλλαγή πλεύσης σε επίπεδο νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής και βρίσκεται στην αρχή μιας, όχι και τόσο εύκολης, επανεξέτασης του Συμφώνου Σταθερότητας. Τη στιγμή που η Πολωνία αποτελεί σταθερό παράγοντα αποσταθεροποίησης στο ανατολικό ταμπλό της Ευρώπης, η Ολλανδία απορρίπτει κάθε δημοσιονομική χαλαρότητα και η νέα κυβέρνηση συνασπισμού γνωστοποίησε ότι θα επαναφέρει το «φρένο χρέους» το 2023, με υπουργό Οικονομικών τον Κρίστιαν Λίντνερ, δηλωμένο «γεράκι» της δημοσιονομικής πολιτικής. Η Γαλλία είναι καλό να εξασφαλίσει έναν δυνατό σύμμαχο το επόμενο εξάμηνο που αναλαμβάνει την προεδρία της Ε.Ε., όμως το αντίβαρο που θα έχει να αντιμετωπίσει, παρότι δεν είναι ακόμη μετρήσιμο, δεν θα είναι διόλου ευκαταφρόνητο. Η επιτυχία του νέου άξονα θα κριθεί στον δίαυλο επικοινωνιών και συνεργασιών που θα καταφέρει να δημιουργήσει στο «λατινικό χώρο». Η πικρή αλήθεια όμως είναι ότι έχει καθυστερήσει.