Skip to main content

Το «ψυχογράφημα» των αρνητών

Της Κατερίνας Παπανικολάου,
*Κλινική Ψυχολόγος (Μ.SC) – Ψυχοθεραπεύτρια

Το να δώσεις μια εξήγηση στην αντιδραστική στάση που έχουν διάφορες ομάδες πληθυσμού απέναντι στην πανδημία, από την στιγμή της εμφάνισής της μέχρι σήμερα, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Πόσο μάλλον καθώς το τέρας της άρνησης, όπως και ο ίδιος ο ιός, μεταλλάσσεται και γεννά νέα κεφάλια: άρνηση του κορωνοϊού, άρνηση του εμβολιασμού, άρνηση της διασωλήνωσης.

Η κατανόηση του φαινομένου δυσχεραίνει καθώς οι ομάδες των αρνητών ποικίλλουν και μπορεί να διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους: από μετριοπαθείς σκεπτικιστές, «επαγγελματίες» δικαιωματιστές με κουκούλες διαφορετικών χρωμάτων, ως «ψεκασμένους». Μα και η ποιότητα της εμμονής είναι επίσης διαφορετική: είναι άλλο να αποφεύγει κανείς μια ιατρική πράξη από φόβο,  και άλλο να πιστεύει πως οι γιατροί την προτείνουν  για να τον σκοτώσουν.

Η εμμονική αυτή άρνηση σε κάποιες περιπτώσεις  εισέρχεται στο χώρο του παραληρήματος, αφού δεν λαμβάνει υπόψη της τα  στοιχεία της λογικής και της πραγματικότητας. Μπορεί όμως μια πεποίθηση να θεωρηθεί παραληρηματική όταν την μοιράζονται μια ομάδα ανθρώπων;

Η ψυχιατρική αναγνωρίζει πως πολιτισμικοί παράγοντες παίζουν καθοριστικό ρόλο στο περιεχόμενο ενός παραληρήματος. Τον προηγούμενο αιώνα, τα θρησκευτικά παραληρήματα μιας σεξουαλικά στερημένης  εποχής, όπου κάποιος ήταν δαιμονισμένος ή Μεσσίας,  ήταν πολύ περισσότερα από σήμερα. Η σημερινή εποχή θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί Ναρκισσιστική, και οι κατεξοχήν ψυχοπαθολογίες  χρωματίζονται από  μια ναρκισσιστική χροιά.

Είτε, λοιπόν, μπαίνουμε στη σφαίρα του παραληρήματος είτε των πιο «φυσιολογικών» εκδηλώσεων, η κρυφή ή ξεφωνημένη εκδοχή του είμαι καλύτερος/εξυπνότερος από τους άλλους, παιδί ενός ανώτερου Θεού, υποβόσκει σήμερα σε πολλές πεποιθήσεις. Στο θέμα των αρνητών, μπορούμε να  διακρίνουμε αυτόν τον κοινό παρονομαστή ενός ναρκισσισμού, από την πιο μετριοπαθή πεποίθηση, του  ότι μπορώ να καταλάβω κάτι που ο μέσος άνθρωπος δεν μπορεί να συλλάβει, μέχρι του ότι δεν θα μου πει κανείς εμένα τι να κάνω, για να φτάσουμε στην «παραληρηματική» εκδοχή του απευθύνομαι στους γιατρούς για να με σώσουν, την ίδια στιγμή που πιστεύω ότι εγώ ξέρω καλύτερα πώς θα σωθώ.