Καθηγητής Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης, Ακαδημαϊκός
Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών
Βασιλική Ευρωπαϊκή Ακαδημία των Διδακτόρων
Επίτιμος Δρ. ΑΠΘ
Πολυτεχνείο Κρήτης, Audencia Business School, France
Υποψήφια Δρ. Μαριάννα Εσκαντάρ
Μέλος του Εργαστηρίου Financial Engineering
Πολυτεχνείο Κρήτης
Δρ. Αιμίλιος Γαλαριώτης
Καθηγητής Χρηματοοικονομικής
Αντιπρύτανης Έρευνας
Audencia Business School, France
Το κόστος των ζημιών που σχετίζονται με κλιματικές καταστροφές αυξάνεται από τη δεκαετία του 1970. Το ποσό αυτό έφτασε σε ρεκόρ άνω των 460 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2017. Ήταν μια χρονιά που χαρακτηρίστηκε από μια διαδοχή ισχυρών τυφώνων που είχαν επηρεάσει τις Αντίλλες, τη Φλόριντα και την Ινδία. Το 2019, η βρετανική ΜΚΟ Christian Aid απαρίθμησε δεκαπέντε φυσικές καταστροφές με κόστος άνω του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων. Μεταξύ των λόγων αυτής της αύξησης, είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη η βελτίωση της απογραφής αυτών των γεγονότων, καθώς και η αύξηση της αξίας του εγκατεστημένου κεφαλαίου, δηλαδή κτιρίων, υποδομών, επιχειρήσεων, βιομηχανιών, κλπ. Αλλά και ένας τρίτος παράγοντας υπεισέρχεται. Υπό την επίδραση της κλιματικής αλλαγής, αυτές οι καταστροφές εντείνονται και η συχνότητά τους αυξάνεται. Αυτός ο παράγοντας θα αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο του πρόσθετου κόστους στη Γαλλία έως το 2040 σύμφωνα με τις προβλέψεις των ασφαλιστών.
Μια ειδική έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (Intergovernmental Panel on Climate Change) των εμπειρογνωμόνων που δημιουργήθηκε το 1988 – που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 2018, απαριθμεί τις συνέπειες μιας αύξησης της θερμοκρασίας κατά 1,5 C που, με τον τρέχοντα ρυθμό, θα επιτευχθεί μεταξύ 2020 και 2052: αύξηση των ακραίων θερμοκρασιών σε ορισμένες περιοχές, έντονες βροχές σε άλλες, αύξηση της έντασης των κυκλώνων και ξηρασιών, απώλεια παράκτιων πόρων, μείωση από 70% σε 90% των κοραλλιογενών υφάλων, πιθανός διπλασιασμός της συχνότητας ακραίων καιρικών φαινομένων, μείωση της απόδοσης σε καλλιέργειες από καλαμπόκι, ρύζι και άλλα δημητριακά, κλπ.
Το άρθρο αυτό στηρίζεται στο πρόσφατο βιβλίο των J. Ansidei και N. Leandri με τίτλο, la Finance Verte, ed. La Decouverte, Αύγουστος 2021.
Παρόμοια άρθρα έχουμε γράψει στο πρόσφατο παρελθόν.
- Κ. Ζοπουνίδης, Μ. Δούμπος, Μ. Εσκαντάρ, Κλιματική αλλαγή, οικολογία και κατάρρευση, Ναυτεμπορική, Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020.
- Κ. Ζοπουνίδης, οικολογικός σχεδιασμός: ένα εργαλείο για την επιβίωση του πλανήτη, Ναυτεμπορική, Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020.
- Κ. Ζοπουνίδης, Μ. Εσκαντάρ, πράσινη χρηματοοικονομική: προκλήσεις και προοπτική, Ναυτεμπορική, Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2021.
- Κ. Ζοπουνίδης, Μ. Εσκαντάρ, Χρηματοοικονομική και κλίμα, Ναυτεμπορική, Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021.
Φυσικοί κίνδυνοι
Σύμφωνα με το περιοδικό Stern το κόστος της κλιματικής αλλαγής μπορεί να ήταν υψηλότερο από αυτό των δύο παγκοσμίων πολέμων και αυτό της μεγάλης ύφεσης του 1929. Οι εκτιμήσεις της έκθεσης Stern επιβεβαιώθηκαν λίγα χρόνια αργότερα από την IPCC: η ομάδα των εμπειρογνωμόνων εκτίμησε τότε ότι η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να προκαλέσει πτώση του παγκόσμιου ΑΕΠ από 1% σε 4% το 2030, από 2% σε 6% το 2050 και από 3% σε 11% το 2100 (IPCC, 2015). Το κόστος της απώλειας της βιοποικιλότητας έχει επίσης μετρηθεί σε πιο πρόσφατες εργασίες. Η κλιματική αλλαγή ευθύνεται επίσης για το 11% έως 16% της απώλειας βιοποικιλότητας.
Ενώ τα χρηματοοικονομικά κόστη της αύξησης της συχνότητας και της σοβαρότητας των φυσικών καταστροφών έχουν μοντελοποιηθεί εδώ και πολλά χρόνια, οι δεσμοί μεταξύ της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας επισημάνθηκαν ρητά και κατηγορηματικά στις ομιλίες του 2015 του Mark Carney, τότε Διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας και Πρόεδρου του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Η ομιλία του Carney εισάγει δύο βασικούς τύπους κινδύνων, τους φυσικούς και της μετάβασης.
Οι φυσικοί κίνδυνοι περιλαμβάνουν τα οικονομικά κόστη και τις χρηματοοικονομικές απώλειες που προκύπτουν, αφενός, από την αύξηση της σοβαρότητας και συχνότητας ακραίων κλιματικών γεγονότων (πλημμύρες, κατολισθήσεις, κύματα καύσωνα, πυρκαγιές και καταιγίδες) και, αφετέρου, προοδευτικές αλλαγές στο κλίμα (μεταβολές στη βροχόπτωση, οξίνιση των ωκεανών, αύξηση της μέσης θερμοκρασίας και της στάθμης της θάλασσας, μεταβλητότητα ακραίων φαινομένων). Για τις επιχειρήσεις, αυτές οι αλλαγές μπορεί να έχουν σημαντικές συνέπειες στα κτίρια, στις αλυσίδες εφοδιασμού ή παραγωγής, στις συνθήκες μεταφοράς ή στην ασφάλεια των εργαζομένων ή ακόμα και στα κανάλια μάρκετινγκ.
Κίνδυνοι Μετάβασης
Οι κίνδυνοι μετάβασης αντιπροσωπεύουν τους κινδύνους που συνδέονται με ένα οικονομικό μοντέλο χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Προκύπτουν από ρυθμιστικές αλλαγές (ιδιαίτερα στον περιβαλλοντικό τομέα), τεχνολογικές αλλαγές, αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες ή προτιμήσεις ή αλλαγές στους φυσικούς κινδύνους, που μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε μεγάλο αριθμό οικονομικών τομέων, με αποτέλεσμα την επαναξιολόγηση της χρηματοοικονομικής αξίας ορισμένων περιουσιακών κινδύνων.
Κίνδυνοι ευθύνης
Αυτοί οι κίνδυνοι ευθύνης για τις χρηματοοικονομικές επιπτώσεις πιθανών νομικών διαδικασιών λόγω της συμβολής τους στην κλιματική αλλαγή ή του ανεπαρκούς συνυπολογισμού του κλιματικού κινδύνου, μπορούν να αυξήσουν τόσο τους φυσικούς όσο και τους μεταβατικούς κινδύνους.
Αυτές οι μεγάλες κατηγορίες κινδύνου επηρεάζουν τους ισολογισμούς των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών με διαφορετικούς τρόπους και έχουν διαφορετικές πιθανές τροχιές. Απαιτούν δεδομένα (για παράδειγμα, δεδομένα για φυσικούς κινδύνους) και μεθοδολογικά πλαίσια ανάλυσης που είναι διαφορετικά και ακόμη υπό κατασκευή.
Οι κλιματικοί κίνδυνοι διακρίνονται από άλλους κινδύνους για διάφορους λόγους. Πρώτα από όλα, λόγω του μεγέθους των πιθανών επιπτώσεων, είτε σε επίπεδο νοικοκυριών, επιχειρήσεων και συνολικά στις ηπείρους. Διαφέρουν λόγω του μη αναστρέψιμου των εξελίξεων που εκδηλώνονται και των πιθανών επιπτώσεων συσχέτισης και των αλυσιδωτών αντιδράσεων, που μπορεί να οδηγήσουν σε σημεία ανατροπής, σε μεγάλο βαθμό αδύνατον να προβλεφθούν. Το σπουδαιότερο είναι να συγκριθούν οι συνέπειες που προκύπτουν από τις κλιματικές καταστροφές σε σχέση με αυτές που προκύπτουν από τα χρηματοοικονομικά σοκ («πράσινοι κύκνοι» έναντι «μαύρων κύκνων» που χρησιμοποιήθηκαν την περίοδο της χρηματοοικονομικής κρίσης 2007-2008, βλ. Κ. Ζοπουνίδης, η θεωρία του μαύρου κύκνου, Ναυτεμπορική, Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020).
Κλιματική κρίση και χρηματοοικονομική
Οι πρώτες μελέτες επιδιώκουν να εντοπίσουν τους δεσμούς μεταξύ των κύριων κατηγοριών κινδύνου (πιστωτικός, αγοράς, ρευστότητας, λειτουργικός, κλπ.) και των κλιματικών κινδύνων. Σε ατομικό επίπεδο, οι κλιματικοί κίνδυνοι μπορεί να έχουν αντίκτυπο στις ταμειακές ροές – cash flows – των επιχειρήσεων και στην ικανότητά τους να αποπληρώσουν τα δάνεια που έχουν συναφθεί, γεγονός που επηρεάζει την αξία των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. Οι χρηματοοικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αν είναι δύσκολο να μοντελοποιηθούν, εμφανίζονται λοιπόν καθημερινά πιο καθαρά. Και όμως, υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ «της αυξημένης αποδοχής της σημαντικότητας των κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και της σχετικής αδυναμίας των ενεργειών που λαμβάνονται ως απάντηση». Λογικά, οι χρηματοοικονομικές αγορές φαίνονται επομένως σχετικά ανίκανες να τιμολογήσουν επαρκώς τους χρηματοοικονομικούς – κλιματικούς κινδύνους. Δημιουργείται έτσι μια σύνδεση εύθραυστης χρηματοοικονομικής και κλιματικής κατάστασης η οποία πρέπει να ενισχυθεί αμοιβαία με την εφαρμογή νομισματικών πολιτικών και χρηματοοικονομικών κανονισμών για την καταπολέμηση του συστηματικού κλιματικού κινδύνου.
Πέρα από τη δράση των κυβερνήσεων, των κεντρικών τραπεζών και των ρυθμιστικών αρχών, η απάντηση του χρηματοοικονομικού τομέα στην κλιματικό κίνδυνο θα εγείρει επομένως το ζήτημα της ευθύνης του χρηματοοικονομικού τομέα ευρύτερα. Το ερώτημα είναι: μπορούμε να κάνουμε τη χρηματοοικονομική εργαλείο για την ανάδυση μιας καλύτερης κοινωνίας; Ακόμη, είναι συμβατό το ατομικό συμφέρον των μετόχων με το γενικό συμφέρον, η μεγιστοποίηση των κερδών με αυτό της κοινωνικής αξίας; Μπορούν τα κοινωνικά υπεύθυνα κεφάλαια να υποκαταστήσουν την τιμολόγηση του άνθρακα υποδεικνύοντας το κόστος κεφαλαίου και όχι το άμεσο κόστος των εκπομπών; Μπορούν οι αγορές να αποτιμήσουν αποτελεσματικά τα περιουσιακά κεφάλαια και τις επενδύσεις που ωφελούν τις μελλοντικές γενιές;
Τα πρώτα στοιχεία της απάντησης σχεδιάζονται, και απομένει να δοκιμαστούν.