Skip to main content

Η βιολογική μας ηλικία μπορεί να είναι διαφορετική από αυτήν στην ταυτότητά μας

Η βιολογική ηλικία μας μπορεί να είναι πολύ διαφορετική από αυτή που αναγράφεται στην ταυτότητά μας, καθώς η γνώση για την ακριβή ηλικία των κυττάρων μας είναι πλέον εφικτή σε όλους, με μια απλή εξέταση αίματος, σύμφωνα με τους έλληνες ερευνητές από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, οι οποίοι έπειτα από μελέτες πολλών ετών, κατόρθωσαν να βρουν τον τρόπο να μειώσουν τον ρυθμό γήρανσης.

Σύμφωνα με το Δρ. Στάθη Γκόνο, Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Βιολογίας, Φαρμακευτικής Χημείας και Βιοτεχνολογίας στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ), η γήρανση των κυττάρων είναι προκαθορισμένη, ωστόσο οι νέες μελέτες δείχνουν ότι μπορούμε να επέμβουμε σε αυτήν. Όπως λέει, η γήρανση εξαρτάται από την κληρονομικότητα και από τις προσωπικές επιλογές. Μεταξύ αυτών των δύο υπάρχει αλληλεπίδραση. Η κληρονομικότητα συμβάλλει κατά 25%-30% και το υπόλοιπο ποσοστό αφορά τον τρόπο ζωής μας.

Η ομάδα «Μοριακής και Κυτταρικής Γήρανσης» του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ) μελέτησε τους γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη γήρανση, αλλά και την ανθρώπινη μακροβιότητα με μεθόδους λειτουργικής γονιδιωματικής και συστημικής βιολογίας, και κατάφεραν να ανακαλύψουν τους τρόπους διατήρησης της νεότητας στην πράξη.

Όπως αναφέρει ο Δρ. Γκόνος, για να προσδιορίσουμε την πραγματική μας ηλικία υπάρχουν περισσότεροι από 50 βιοδείκτες, μέσα στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και τα τελομερή, τα οποία αποτελούν τον βασικό μηχανισμό ρύθμισης της σταδιακής γήρανσης των κυττάρων. Τα τελομερή σχηματίζονται στα άκρα των χρωμοσωμάτων για να τα προστατεύουν. Κάθε φορά που τα κύτταρά μας διαιρούνται χάνεται ένα κομμάτι των τελομερών, οπότε αυτά κονταίνουν. Το μήκος των τελομερών και της ενεργότητας της τελομεράσης (του υπεύθυνου ενζύμου για τη διατήρηση του μήκους τους) προσδιορίζουν τη βιολογική ηλικία των κυττάρων. Με απλά λόγια, όσο μακρύτερα είναι τα τελομερή τόσο νεότερη είναι η κυτταρική ηλικία, οπότε και η βιολογική.

Ένας ακόμα σημαντικός βιολογικός δείκτης είναι το πρωτεόσωμα, ένα ένζυμο που βοηθά στη διαδικασία αποδόμησης και απομάκρυνσης των κατεστραμμένων πρωτεϊνών από τα κύτταρά μας, καθώς η συσσώρευση αυτών των κατεστραμμένων πρωτεϊνών ευθύνεται για την εμφάνιση παθήσεων όπως είναι το Αλτσχάιμερ και το Πάρκινσον. Μεγαλώνοντας δεν είναι εύκολη η απομάκρυνση αυτών των πρωτεϊνών από τον οργανισμό μας, εξαιτίας της μη επαρκούς λειτουργίας του πρωτεοσώματος.

Όπως αναφέρει ο Δρ Γκόνος, τα τελευταία χρόνια έχουν ερευνηθεί οι λόγοι της υπολειτουργίας του ενζύμου αυτού και βρέθηκαν τα ένοχα γονίδια, καθώς και οι φυσικές ουσίες που ενεργοποιούν το πρωτεόσωμα και καθυστερούν τη γήρανση. Όμως, στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών μελετήθηκε και η επίδραση διαφόρων περιβαλλοντικών παραγόντων ως προς τη γήρανση και προέκυψαν σημαντικές ανακαλύψεις οι οποίες, όπως λέει, δεν είναι πλέον θεωρητικές, αλλά άμεσα εφαρμόσιμες.  

Ειδικότερα, η ερευνητική ομάδα ανακάλυψε τους μηχανισμούς που υποστηρίζουν τη διατήρηση ή ενεργοποίηση της λειτουργίας τους, και μπορούν να επέμβουν σ’ αυτούς με φυσικούς τρόπους. Δηλαδή, αφού αναλύσουν το μέσο μήκος των τελομερών και προσδιορίσουν την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του πρωτεοσώματος, μέσω απομονωμένων λεμφοκυττάρων από μια μικρή ποσότητα αίματος, μπορούν να προτείνουν την εφαρμογή εξατομικευμένων πρωτοκόλλων για την επιβράδυνση της γήρανσης με καινοτόμα αντιγηραντικά προϊόντα.

Στόχος της έρευνας, όπως λέει, είναι να προσφέρουν τη δυνατότητα σε όλους τους ανθρώπους να ζουν με υγεία για όσα χρόνια ζήσουν και όχι απλά να επιμηκύνουν το προσδόκιμο της ζωής τους.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να αποταθούν στα συνεργαζόμενα με το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών εξειδικευμένα ιδιωτικά εργαστήρια, τα οποία, κατόπιν εξετάσεων, δίνουν οδηγίες για τις αλλαγές που μπορούν να γίνουν στον τρόπο ζωής, διατροφής και άσκησης, για τα συμπληρώματα διατροφής που ενδεχομένως να πρέπει να ληφθούν, αλλά και τα καλλυντικά που περιέχουν φυσικές ουσίες τα οποία μπορούν να εφαρμόσουν, προκειμένου να επιβραδυνθεί η γήρανση. Έξι μήνες μετά την εφαρμογή των οδηγιών αυτών ο ενδιαφερόμενος προσέρχεται για επανέλεγχο, ώστε να διαπιστωθεί η πρόοδος που έχει σημειωθεί.